Ο Σάββας έσκυψε κάτω απ' το κρεβάτι του για να βρει τις παντόφλες του. Εκεί στο ξαφνικό σκοτάδι του φάνηκε ότι ξεχώρισε ένα μαλλιαρό τέρας με γαμψά νύχια και φωσφορίζοντα μάτια. Τρόμαξε !
Δε βαριέσαι η ιδέα μου είναι είπε....
Συνέχισε να ετοιμάζεται, έκανε μηχανικές κινήσεις. Στον καθρέπτη μπροστά υποκρίθηκε τον πυγμάχο κουνώντας χέρια και πόδια ρυθμικά σα να χτύπαγε το είδωλό του.
Προετοιμαζόταν για την μεγάλη μάχη. Την καθημερινή μάχη με τον κόσμο.Όμως ο κόσμος όλος αυτή τη στιγμή κουλουριαζόταν με μυστήριο τρόπο στον εαυτό του.Και αυτός ο φίλος, ο κολλητός, ο εξομολόγος, ο συμπαραστάτης γινόταν ξαφνικά εχθρός.Επικριτικός και ειρωνικός. Σαν κάτι ξεχωριστό και αντίθετο απ' αυτόν. Καθημερινά τον διατηρούσε σε συνεχή εγρήγορση, σε κίνηση, σε επιθετικότητα. Ζητούσε απ' αυτόν να επαληθεύσει την μαχητικότητά του, το σθένος του, τη δύναμή του...
Τώρα ήταν έτοιμος.
Κάθε μέρα πριν απ' τη δουλειά και πριν να ξεκινήσει είχε καθιερώσει τελευταία την καθημερινή προσευχή :
"Θεέ μου, βοήθησέ με να ανταπεξέλθω και σήμερα στις καθημερινές δυσκολίες, να είμαι δυνατός, να μ' εκτιμούν οι άλλοι και να με σέβονται. Βοήθησέ με να κάνω σωστά πράγματα, να προσέχω τον εαυτό μου αλλά και να βοηθάω τους άλλους όσο μπορώ".
Είναι μαγικές οι λέξεις, σκέφτηκε. Πραγματικά, είναι αξιοθαύμαστο πόση δύναμη έχουν οι λέξεις. Έχουν μια δική τους ισχύ που έρχεται απ' το υπερπέραν, όμως όταν λέγονται κι ακούγονται από κάποιον μοιάζει σαν να κτίζουν ένα οικοδόμημα μεσ' τη ψυχή που είναι δύσκολο να καταρρεύσει.
Ήθελε να είναι καλός και σωστός με τους άλλους ! Όμως αυτό δεν ήταν πάντα εύκολο να γίνει.Πολλές φορές η καλοσύνη εκλαμβάνεται για αδυναμία.Πρέπει να ισορροπείς ανάμεσα στο κύρος και την ευαισθησία, στην προσωπική αξιοπρέπεια και στο δόσιμο. Μόνον ο Θεός του εγγυόταν μια τέτοια ισορροπία.
Τώρα δεν φοβάμαι τίποτα !
Σε λίγη ώρα βρισκόταν στο νοσοκομείο στο χώρο ανάπαυσης όπου οι εργαζόμενοι έπιναν καφέ μέχρι να ξεκινήσουν τη δουλειά. Πλάκα και χαβαλέ με τους άλλους που έκαναν την καρδιά τους πέτρα να ξεπεράσουν την καθημερινή αηδία του να κάνεις μια δουλειά υποδεέστερη. Χρήσιμη πολύ και για ικανούς και άξιους μεν αλλά πολύ υποτιμημένη δε. Το κυριώτερο όμως που χρειαζόταν αυτή η δουλειά ήταν ν' αγαπάς και να ανέχεσαι τους ανθρώπους. Αυτό δεν ήταν όμως πάντα αναμφισβήτητο.
Λέγανε λοιπόν κάνα δυο σαχλαμάρες, για να περάσει η ώρα, για ποδόσφαιρα, γεγονότα κοινωνικά, κουτσομπολιά για διάσημους.
Κάποια στιγμή οι άλλοι τον πειράζανε και λίγο. Ήθελε να είναι αγαπητός στην παρέα, να αισθάνεται ότι ανήκει κάπου. Ότι τον έχουν ανάγκη.
-Θα πω ένα ανέκδοτο λέει.
-Ωωωωωωωω οι άλλοι.
-Σσσσσ παιδιά θα γελάσουμε.
Ήταν ένας Αμερικάνος, ένας Γάλλος κι ένας Έλληνας.
Πέσανε με αλεξίπτωτο σε μια ζούγκλα και τους βρήκαν κάτι καννίβαλοι.Αναρωτιόντουσαν λοιπόν ποιον θα φάνε πρώτα. Οπότε ακούνε σε μια στιγμή. Εγώ λέει ο Έλληνας.
Οι καννίβαλοι τρώνε πρώτα τον Γάλλο.
Μετά από λίγο, οι καννίβαλοι αναρωτιόνται ποιον θα φάνε πάλι.
Εγώ λέει πάλι ο Έλληνας.
Τρώνε τον Αμερικάνο.
-Και μετά και μετά ?
-Εεεεεεε, ξξξξξξέχασα τη συνέχεια.Δεν τη θυμάμαι !
-Ουυυυυυυυ..
Ένα λευκό πανί είχε κατέβει στο μυαλό του. Θύμωσε με τον εαυτό του. Κοκκίνησε !
Οι άλλοι γελούσανε και έκαναν πλάκα. Ξεκίνησαν για δουλειά. Αυτός πήγε μόνος του στα αποδυτήρια.
Προφασίστηκε ότι ξέχασε τα τσιγάρα του ή κάτι τέτοιο.
Άνοιξε το ντουλάπι του και χτύπησε με δύναμη το κεφάλι του στο αλουμίνιο. Μπουουπ ! Το ντουλάπι στράβωσε λίγο.Δύο δάκρυα φύγανε απ' τα μάτια του.Έριξε λίγο νερό στην μούρη του και αμέσως μετά τα είχε ξεχάσει όλα.
Έσφιξε τις μπουνιές του και βγήκε.
-Σάββα η ομάδα σας χθες ήταν φοβερή ! Του λέει ένας γιατρός.
-Εσείς μη μιλάτε καθόλου, είστε οι καλύτεροι πελάτες μας.
Πήρε ένα φορείο, πέταξε ένα σεντόνι πάνω, ίσιωσε το στατό και ξεκίνησε να παραλάβει τον άρρωστο.
Τράβηξε για τη φισούνα προς την Πανεπιστημιακή κλινική.
Ένας άνθρωπος που σέρνει ένα φορείο. Αισθάνθηκε λίγο σαν γάίδαρος. Πιο πολύ απ' τις κρύες, ταπεινωτικές ματιές των άλλων.
Δε βαριέσαι, ξανασκέφτηκε είμαι δυνατός και κάνω κάτι που δεν μπορούν οι υπόλοιποι !
Έδωσε δύναμη και το φορείο πετάχτηκε με ταχύτητα.
Μισούσε όλο τον κόσμο. Μισούσε τη ζωή του, τη δουλειά του, την καταραμένη μοίρα που τον έφερε σ' αυτή τη θέση να κουβαλάει ένα φορείο σα χαμάλης. Και μή χειρότερα, έλεγαν οι άλλοι !
Όχι εγώ θέλω το καλύτερο.Γιατί όχι ? Γαμ.... την τύχη που μ' έφερε δω να υπομένω τις παραξενιές του καθ' ενός, να με βρίζουν οι γιατροί, να έχουν παράπονα οι αδελφές προϊσταμένες, όλοι να με διατάζουν. Πήγαινε κει, κάνε αυτό, κάνε εκείνο.
Αυτά σκεφτόταν εκείνο το πρωϊνό που έσερνε το σταυρό του, το φορείο και βαριανάσανε να τρέξει γρήγορα. Η μόνη ανταμοιβή του η καταξίωση του φιλοδωρήματος. Να εγώ βγάζω τόσα έλεγε στους γνωστούς !
Του άρεσαν τα λεφτά!Τα θεωρούσε ανταπόδοση για την απέχθεια που του δημιουργούσε η δουλειά του.
Άλλωστε, όλος ο κόσμος γι αυτά δεν πάλευε όλη την ώρα? Οι γιατροί που είναι και μορφωμένοι, γι αυτά δεν έκαναν τούμπες, δεν έλεγαν ψέμματα,δεν απαιτούσαν, δεν εκβίαζαν? Γιατί όχι κι αυτός?
Τι άδικος κόσμος ! Υπήρχε μια ιεραρχία σ' αυτή τη δουλειά κι ο καθένας λογοδοτούσε σε κάποιον άλλο, όπως στο στρατό. Ξέχωρα από την καθημερινή φυσική διάκριση και ιεράρχιση βάσει της προϋπηρεσίας στη δουλειά, των χρόνων της ηλικίας ή του τσαμπουκά που έχει ο καθένας...
Ένα χάος βασίλευε σ' αυτό το νοσοκομείο. Πως γίνονταν οι δουλειές, οι εξετάσεις, τα χειρουργεία είναι εκπληκτικό. Στα εξωτερικά ιατρεία ουρές. στο ακτινολογικό ουρές, ζητιάνοι, περίεργοι, γύφτοι, αργόσχολοι, τακτικοί θαμώνες συνέθεταν ένα σκηνικό "αυλής των θαυμάτων".Φασαρία, φωνές, παράπονα τα είχαν με τους γιατρούς, το προσωπικό, το Κράτος. Έβριζαν, πονούσαν, φώναζαν, παρακαλούσαν, άνθρωποι που νοιώθανε το θάνατο να τους αγγίζει ή αδύναμοι και πονεμένοι, παρατημένοι στο έλεος του Θεού.Γέροι ανήμποροι χαμένοι στην άνοια, να τρέμουν και να βογγάνε.
Τι ψυχική δύναμη έπρεπε να έχει κάποιος για να εργάζεται κάθε μέρα εδώ πέρα !
Ανά πάσα στιγμή σου φορτώνανε οι γιατροί τα λάθη τους, φωνάζανε υστερικά δίχως λόγο- αγχωμένοι-πολύ εύκολα πλήρωνες την πονηριά και την λούφα των συναδέλφων. Έπρεπε να ήσουν ακέραιος πραγματικά άνθρωπος για να επιβιώσεις αλώβητος. Και χωρίς να κάνεις κάτι κακό στους ανθρώπους.
Αυτή η δουλειά λοιπόν ήταν "ανθρωπιστική" αλλά και σιχαμερή, ήταν για ευαίσθητους και ψυχοπονιάρηδες αλλά και για ψύχραιμους, ήταν για άγιους αλλά και διαβόλους.
Την ίδια στιγμή που έπρεπε να βοηθήσεις δεκάδες ανθρώπους που δεν ήξερες καν την πάθησή τους, έπρεπε και να διαφυλάξεις τη ψυχική σου υγεία, να κάνεις απλά τη δουλειά που σου αναθέτουν παραμελώντας την ευαισθησία σου γι' ανθρώπους πεσμένους κάτω, γι άλλους που πονάνε που δεν ξέρεις τι ανάγκη έχουν ακριβώς.Είχε δει ανθρώπους ξαφνικά να σωριάζονται νεκροί, απ' την πολύωρη αναμονή, είχε δει κοπέλες σαν τα κρύα τα νερά να ουρλιάζουν και να ξεβρακώνονται, είχε δει τραυματισμένους να χάνουν αίμα και να χάνονται απ' την εγκατάλειψη.
Όλ' αυτά βέβαια ο Σάββας τα ήξερε, τα βίωνε καθημερινά, αλλά δεν είχε ούτε τη διάθεση, ούτε την πνευματική διαύγεια να τα αναλύσει και να τα περιγράψει. Αλήθεια δεν τον ενδιέφεραν καν. Όπως είπαμε στην αρχή, προσπαθούσε να είναι σωστός, αλλά και δυνατός ασφαλής από τους κινδύνους.
Να βοηθάει όσο μπορεί, αλλά μέχρις ενός σημείου. Όπου δεν παθαίνει αυτός καμιά ζημιά.
Και σίγουρα έτσι μπορούσε κάποιος να επιβιώσει σ' αυτή τη δουλειά !
Έφτασε λοιπόν στην κλινική με βαριά διάθεση. Στο κρεβάτι ήταν ένας γέρος με άνοια, έτρεμε ολόκληρος και τα άκρα του ήταν σε κάμψη. Με το ζόρι άκουγε, αλλά με πιο πολύ ζόρι καταλάβαινε. Μια μυρωδιά ανάμικτη με κάτουρο, ιδρώτα, σκατά αλλά και σαπούνι σου τρυπούσε τη μύτη.
Ο Σάββας τον άρπαξε σηκωτό και τον έβαλε στο φορείο.Εοοοππ !
Ο γέρος φοβήθηκε και τραύλιζε ! Του φόρεσε μια ρόμπα για να μην κρυώνει τον σκέπασε καλά και τράβηξε για την αντίθετη διαδρομή από κείνη που ήρθε. Τον πήγε στο ακτινολογικό.Έλα μπάρμπα να πάμε σιγά-σιγά στο τραπέζι. Είπε και σκέφτηκε την πονεμένη μέση του. Ο γέρος ανάσκελα, σιγά-σιγά με κινήσεις της πλάτης και του πισινού μετακινήθηκε.Καθώς όμως μαγκώθηκε σ' ένα σιδεράκι η ρόμπα του, έπεσε απ' την τσέπη ένας φάκελος.
Ο γέρος δεν πήρε χαμπάρι.
Ο Σάββας τον άνοιξε σιγά-σιγά με προφυλάξεις. Είχε λεφτά, πολλά λεφτά. Το σκέφτεται λίγο....Ο γέρος ασυνόδευτος. Τα βάζει στην τσέπη του.
Έρχεται ο ακτινολόγος.Βγαίνει έξω για να μη φάει ακτινοβολία και ξαναμπαίνει.Παίρνει το γέρο σα να μην τρέχει τίποτε.Τον επιστρέφει στην κλινική.Εκεί συναντάει την Τούλα.Την όμορφη κόρη του γέρου. Μελαχροινή, ήρεμη, γλυκειά. Έμεινε λίγο και την κοίταζε. Τον κοίταξε κι αυτή λίγο...
Πηγαίνει στην τουαλέτα δήθεν να πλυθεί. Κοιτάζει λίγο τον εαυτό του στον καθρέφτη.Χτενίζεται και φτιάχνεται.Πω πω τι γυναίκα, τι κουκλίτσα είν' αυτή ! μονολογεί. Δεν του αρέσει το ύφος του. Κρύβει το πρόσωπό του στις παλάμες.Ξεφυσάει !
Ρίχνει λίγο νερό στα μάτια του. Σκουπίζεται. Νοιώθει τύψεις. Βγαίνει απ' την τουαλέτα και κατευθύνεται προς το θάλαμο. Το αποφασίζει.
-Δεσποινίς μπορώ να σας μιλήσω ?
-Ορίστε.
-Ιδιαιτέρως σας παρακαλώ !
-Μάλιστα. Χαμογελαστή και τον κοιτάζει κατ' ευθείαν στα μάτια.
-Βρήκα αυτόν τον φάκελο κάτω και μάλλον είναι του πατέρα σας. Τον φύλαξα στην τσέπη μου γιατί ξέρετε υπάρχουν κακοί άνθρωποι, ο παππούς ήταν μόνος, ξέρετε τώρα.
-Α σας ευχαριστώ πολύ.Ανοίγει το φάκελο και κοιτάζει τα λεφτά.
-Εμείς κοιτάμε τη δουλειά μας και την κάνουμε με τον καλύτερο τρόπο.
-Ξέρετε κρατήστε αυτά (του δίνει ένα χαρτονόμισμα)
-Όχι, όχι μα τι λέτε ! Υποχρέωσή μου.
Δεσποινίς...
-Ορίστε.
-Λέγομαι Σάββας, αν ποτέ χρειαστείτε κάτι εδώ, θα με βρείτε στα ιατρεία. Εσάς ?
-Τούλα.Εδώ στα ιατρεία λοιπόν.Εντάξει.
-Γειά σας χάρηκα.
-Και γω γεια σας.
-Θεούλη μου !!!!
Δε βαριέσαι η ιδέα μου είναι είπε....
Συνέχισε να ετοιμάζεται, έκανε μηχανικές κινήσεις. Στον καθρέπτη μπροστά υποκρίθηκε τον πυγμάχο κουνώντας χέρια και πόδια ρυθμικά σα να χτύπαγε το είδωλό του.
Προετοιμαζόταν για την μεγάλη μάχη. Την καθημερινή μάχη με τον κόσμο.Όμως ο κόσμος όλος αυτή τη στιγμή κουλουριαζόταν με μυστήριο τρόπο στον εαυτό του.Και αυτός ο φίλος, ο κολλητός, ο εξομολόγος, ο συμπαραστάτης γινόταν ξαφνικά εχθρός.Επικριτικός και ειρωνικός. Σαν κάτι ξεχωριστό και αντίθετο απ' αυτόν. Καθημερινά τον διατηρούσε σε συνεχή εγρήγορση, σε κίνηση, σε επιθετικότητα. Ζητούσε απ' αυτόν να επαληθεύσει την μαχητικότητά του, το σθένος του, τη δύναμή του...
Τώρα ήταν έτοιμος.
Κάθε μέρα πριν απ' τη δουλειά και πριν να ξεκινήσει είχε καθιερώσει τελευταία την καθημερινή προσευχή :
"Θεέ μου, βοήθησέ με να ανταπεξέλθω και σήμερα στις καθημερινές δυσκολίες, να είμαι δυνατός, να μ' εκτιμούν οι άλλοι και να με σέβονται. Βοήθησέ με να κάνω σωστά πράγματα, να προσέχω τον εαυτό μου αλλά και να βοηθάω τους άλλους όσο μπορώ".
Είναι μαγικές οι λέξεις, σκέφτηκε. Πραγματικά, είναι αξιοθαύμαστο πόση δύναμη έχουν οι λέξεις. Έχουν μια δική τους ισχύ που έρχεται απ' το υπερπέραν, όμως όταν λέγονται κι ακούγονται από κάποιον μοιάζει σαν να κτίζουν ένα οικοδόμημα μεσ' τη ψυχή που είναι δύσκολο να καταρρεύσει.
Ήθελε να είναι καλός και σωστός με τους άλλους ! Όμως αυτό δεν ήταν πάντα εύκολο να γίνει.Πολλές φορές η καλοσύνη εκλαμβάνεται για αδυναμία.Πρέπει να ισορροπείς ανάμεσα στο κύρος και την ευαισθησία, στην προσωπική αξιοπρέπεια και στο δόσιμο. Μόνον ο Θεός του εγγυόταν μια τέτοια ισορροπία.
Τώρα δεν φοβάμαι τίποτα !
Σε λίγη ώρα βρισκόταν στο νοσοκομείο στο χώρο ανάπαυσης όπου οι εργαζόμενοι έπιναν καφέ μέχρι να ξεκινήσουν τη δουλειά. Πλάκα και χαβαλέ με τους άλλους που έκαναν την καρδιά τους πέτρα να ξεπεράσουν την καθημερινή αηδία του να κάνεις μια δουλειά υποδεέστερη. Χρήσιμη πολύ και για ικανούς και άξιους μεν αλλά πολύ υποτιμημένη δε. Το κυριώτερο όμως που χρειαζόταν αυτή η δουλειά ήταν ν' αγαπάς και να ανέχεσαι τους ανθρώπους. Αυτό δεν ήταν όμως πάντα αναμφισβήτητο.
Λέγανε λοιπόν κάνα δυο σαχλαμάρες, για να περάσει η ώρα, για ποδόσφαιρα, γεγονότα κοινωνικά, κουτσομπολιά για διάσημους.
Κάποια στιγμή οι άλλοι τον πειράζανε και λίγο. Ήθελε να είναι αγαπητός στην παρέα, να αισθάνεται ότι ανήκει κάπου. Ότι τον έχουν ανάγκη.
-Θα πω ένα ανέκδοτο λέει.
-Ωωωωωωωω οι άλλοι.
-Σσσσσ παιδιά θα γελάσουμε.
Ήταν ένας Αμερικάνος, ένας Γάλλος κι ένας Έλληνας.
Πέσανε με αλεξίπτωτο σε μια ζούγκλα και τους βρήκαν κάτι καννίβαλοι.Αναρωτιόντουσαν λοιπόν ποιον θα φάνε πρώτα. Οπότε ακούνε σε μια στιγμή. Εγώ λέει ο Έλληνας.
Οι καννίβαλοι τρώνε πρώτα τον Γάλλο.
Μετά από λίγο, οι καννίβαλοι αναρωτιόνται ποιον θα φάνε πάλι.
Εγώ λέει πάλι ο Έλληνας.
Τρώνε τον Αμερικάνο.
-Και μετά και μετά ?
-Εεεεεεε, ξξξξξξέχασα τη συνέχεια.Δεν τη θυμάμαι !
-Ουυυυυυυυ..
Ένα λευκό πανί είχε κατέβει στο μυαλό του. Θύμωσε με τον εαυτό του. Κοκκίνησε !
Οι άλλοι γελούσανε και έκαναν πλάκα. Ξεκίνησαν για δουλειά. Αυτός πήγε μόνος του στα αποδυτήρια.
Προφασίστηκε ότι ξέχασε τα τσιγάρα του ή κάτι τέτοιο.
Άνοιξε το ντουλάπι του και χτύπησε με δύναμη το κεφάλι του στο αλουμίνιο. Μπουουπ ! Το ντουλάπι στράβωσε λίγο.Δύο δάκρυα φύγανε απ' τα μάτια του.Έριξε λίγο νερό στην μούρη του και αμέσως μετά τα είχε ξεχάσει όλα.
Έσφιξε τις μπουνιές του και βγήκε.
-Σάββα η ομάδα σας χθες ήταν φοβερή ! Του λέει ένας γιατρός.
-Εσείς μη μιλάτε καθόλου, είστε οι καλύτεροι πελάτες μας.
Πήρε ένα φορείο, πέταξε ένα σεντόνι πάνω, ίσιωσε το στατό και ξεκίνησε να παραλάβει τον άρρωστο.
Τράβηξε για τη φισούνα προς την Πανεπιστημιακή κλινική.
Ένας άνθρωπος που σέρνει ένα φορείο. Αισθάνθηκε λίγο σαν γάίδαρος. Πιο πολύ απ' τις κρύες, ταπεινωτικές ματιές των άλλων.
Δε βαριέσαι, ξανασκέφτηκε είμαι δυνατός και κάνω κάτι που δεν μπορούν οι υπόλοιποι !
Έδωσε δύναμη και το φορείο πετάχτηκε με ταχύτητα.
Μισούσε όλο τον κόσμο. Μισούσε τη ζωή του, τη δουλειά του, την καταραμένη μοίρα που τον έφερε σ' αυτή τη θέση να κουβαλάει ένα φορείο σα χαμάλης. Και μή χειρότερα, έλεγαν οι άλλοι !
Όχι εγώ θέλω το καλύτερο.Γιατί όχι ? Γαμ.... την τύχη που μ' έφερε δω να υπομένω τις παραξενιές του καθ' ενός, να με βρίζουν οι γιατροί, να έχουν παράπονα οι αδελφές προϊσταμένες, όλοι να με διατάζουν. Πήγαινε κει, κάνε αυτό, κάνε εκείνο.
Αυτά σκεφτόταν εκείνο το πρωϊνό που έσερνε το σταυρό του, το φορείο και βαριανάσανε να τρέξει γρήγορα. Η μόνη ανταμοιβή του η καταξίωση του φιλοδωρήματος. Να εγώ βγάζω τόσα έλεγε στους γνωστούς !
Του άρεσαν τα λεφτά!Τα θεωρούσε ανταπόδοση για την απέχθεια που του δημιουργούσε η δουλειά του.
Άλλωστε, όλος ο κόσμος γι αυτά δεν πάλευε όλη την ώρα? Οι γιατροί που είναι και μορφωμένοι, γι αυτά δεν έκαναν τούμπες, δεν έλεγαν ψέμματα,δεν απαιτούσαν, δεν εκβίαζαν? Γιατί όχι κι αυτός?
Τι άδικος κόσμος ! Υπήρχε μια ιεραρχία σ' αυτή τη δουλειά κι ο καθένας λογοδοτούσε σε κάποιον άλλο, όπως στο στρατό. Ξέχωρα από την καθημερινή φυσική διάκριση και ιεράρχιση βάσει της προϋπηρεσίας στη δουλειά, των χρόνων της ηλικίας ή του τσαμπουκά που έχει ο καθένας...
Ένα χάος βασίλευε σ' αυτό το νοσοκομείο. Πως γίνονταν οι δουλειές, οι εξετάσεις, τα χειρουργεία είναι εκπληκτικό. Στα εξωτερικά ιατρεία ουρές. στο ακτινολογικό ουρές, ζητιάνοι, περίεργοι, γύφτοι, αργόσχολοι, τακτικοί θαμώνες συνέθεταν ένα σκηνικό "αυλής των θαυμάτων".Φασαρία, φωνές, παράπονα τα είχαν με τους γιατρούς, το προσωπικό, το Κράτος. Έβριζαν, πονούσαν, φώναζαν, παρακαλούσαν, άνθρωποι που νοιώθανε το θάνατο να τους αγγίζει ή αδύναμοι και πονεμένοι, παρατημένοι στο έλεος του Θεού.Γέροι ανήμποροι χαμένοι στην άνοια, να τρέμουν και να βογγάνε.
Τι ψυχική δύναμη έπρεπε να έχει κάποιος για να εργάζεται κάθε μέρα εδώ πέρα !
Ανά πάσα στιγμή σου φορτώνανε οι γιατροί τα λάθη τους, φωνάζανε υστερικά δίχως λόγο- αγχωμένοι-πολύ εύκολα πλήρωνες την πονηριά και την λούφα των συναδέλφων. Έπρεπε να ήσουν ακέραιος πραγματικά άνθρωπος για να επιβιώσεις αλώβητος. Και χωρίς να κάνεις κάτι κακό στους ανθρώπους.
Αυτή η δουλειά λοιπόν ήταν "ανθρωπιστική" αλλά και σιχαμερή, ήταν για ευαίσθητους και ψυχοπονιάρηδες αλλά και για ψύχραιμους, ήταν για άγιους αλλά και διαβόλους.
Την ίδια στιγμή που έπρεπε να βοηθήσεις δεκάδες ανθρώπους που δεν ήξερες καν την πάθησή τους, έπρεπε και να διαφυλάξεις τη ψυχική σου υγεία, να κάνεις απλά τη δουλειά που σου αναθέτουν παραμελώντας την ευαισθησία σου γι' ανθρώπους πεσμένους κάτω, γι άλλους που πονάνε που δεν ξέρεις τι ανάγκη έχουν ακριβώς.Είχε δει ανθρώπους ξαφνικά να σωριάζονται νεκροί, απ' την πολύωρη αναμονή, είχε δει κοπέλες σαν τα κρύα τα νερά να ουρλιάζουν και να ξεβρακώνονται, είχε δει τραυματισμένους να χάνουν αίμα και να χάνονται απ' την εγκατάλειψη.
Όλ' αυτά βέβαια ο Σάββας τα ήξερε, τα βίωνε καθημερινά, αλλά δεν είχε ούτε τη διάθεση, ούτε την πνευματική διαύγεια να τα αναλύσει και να τα περιγράψει. Αλήθεια δεν τον ενδιέφεραν καν. Όπως είπαμε στην αρχή, προσπαθούσε να είναι σωστός, αλλά και δυνατός ασφαλής από τους κινδύνους.
Να βοηθάει όσο μπορεί, αλλά μέχρις ενός σημείου. Όπου δεν παθαίνει αυτός καμιά ζημιά.
Και σίγουρα έτσι μπορούσε κάποιος να επιβιώσει σ' αυτή τη δουλειά !
Έφτασε λοιπόν στην κλινική με βαριά διάθεση. Στο κρεβάτι ήταν ένας γέρος με άνοια, έτρεμε ολόκληρος και τα άκρα του ήταν σε κάμψη. Με το ζόρι άκουγε, αλλά με πιο πολύ ζόρι καταλάβαινε. Μια μυρωδιά ανάμικτη με κάτουρο, ιδρώτα, σκατά αλλά και σαπούνι σου τρυπούσε τη μύτη.
Ο Σάββας τον άρπαξε σηκωτό και τον έβαλε στο φορείο.Εοοοππ !
Ο γέρος φοβήθηκε και τραύλιζε ! Του φόρεσε μια ρόμπα για να μην κρυώνει τον σκέπασε καλά και τράβηξε για την αντίθετη διαδρομή από κείνη που ήρθε. Τον πήγε στο ακτινολογικό.Έλα μπάρμπα να πάμε σιγά-σιγά στο τραπέζι. Είπε και σκέφτηκε την πονεμένη μέση του. Ο γέρος ανάσκελα, σιγά-σιγά με κινήσεις της πλάτης και του πισινού μετακινήθηκε.Καθώς όμως μαγκώθηκε σ' ένα σιδεράκι η ρόμπα του, έπεσε απ' την τσέπη ένας φάκελος.
Ο γέρος δεν πήρε χαμπάρι.
Ο Σάββας τον άνοιξε σιγά-σιγά με προφυλάξεις. Είχε λεφτά, πολλά λεφτά. Το σκέφτεται λίγο....Ο γέρος ασυνόδευτος. Τα βάζει στην τσέπη του.
Έρχεται ο ακτινολόγος.Βγαίνει έξω για να μη φάει ακτινοβολία και ξαναμπαίνει.Παίρνει το γέρο σα να μην τρέχει τίποτε.Τον επιστρέφει στην κλινική.Εκεί συναντάει την Τούλα.Την όμορφη κόρη του γέρου. Μελαχροινή, ήρεμη, γλυκειά. Έμεινε λίγο και την κοίταζε. Τον κοίταξε κι αυτή λίγο...
Πηγαίνει στην τουαλέτα δήθεν να πλυθεί. Κοιτάζει λίγο τον εαυτό του στον καθρέφτη.Χτενίζεται και φτιάχνεται.Πω πω τι γυναίκα, τι κουκλίτσα είν' αυτή ! μονολογεί. Δεν του αρέσει το ύφος του. Κρύβει το πρόσωπό του στις παλάμες.Ξεφυσάει !
Ρίχνει λίγο νερό στα μάτια του. Σκουπίζεται. Νοιώθει τύψεις. Βγαίνει απ' την τουαλέτα και κατευθύνεται προς το θάλαμο. Το αποφασίζει.
-Δεσποινίς μπορώ να σας μιλήσω ?
-Ορίστε.
-Ιδιαιτέρως σας παρακαλώ !
-Μάλιστα. Χαμογελαστή και τον κοιτάζει κατ' ευθείαν στα μάτια.
-Βρήκα αυτόν τον φάκελο κάτω και μάλλον είναι του πατέρα σας. Τον φύλαξα στην τσέπη μου γιατί ξέρετε υπάρχουν κακοί άνθρωποι, ο παππούς ήταν μόνος, ξέρετε τώρα.
-Α σας ευχαριστώ πολύ.Ανοίγει το φάκελο και κοιτάζει τα λεφτά.
-Εμείς κοιτάμε τη δουλειά μας και την κάνουμε με τον καλύτερο τρόπο.
-Ξέρετε κρατήστε αυτά (του δίνει ένα χαρτονόμισμα)
-Όχι, όχι μα τι λέτε ! Υποχρέωσή μου.
Δεσποινίς...
-Ορίστε.
-Λέγομαι Σάββας, αν ποτέ χρειαστείτε κάτι εδώ, θα με βρείτε στα ιατρεία. Εσάς ?
-Τούλα.Εδώ στα ιατρεία λοιπόν.Εντάξει.
-Γειά σας χάρηκα.
-Και γω γεια σας.
-Θεούλη μου !!!!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου