Μικρές ιστορίες...


Απόψε νύχτωσε νωρίς....

Σήμερα είναι των τριών Ιεραρχών, είναι μια ηλιόλουστη χειμωνιάτικη μέρα. Είναι σχολική εορτή και μετά τον πρωϊνό εκκλησιασμό, είμαστε ελεύθεροι εμείς οι εκπαιδευτικοί ν' αφεθούμε λίγο στη ραστώνη της χειμωνιάτικης λιακάδας...
Καθώς περπατώ, διάφορες μπερδεμένες σκέψεις, ξαφνικές ιδέες κι εντυπώσεις έρχονται στο μυαλό μου και φεύγουν γρήγορα. Νιώθω τα χέρια μου στις τσέπες, τα πόδια μου να κινούνται ρυθμικά πότε το' να μπρος πότε τ' άλλο, τα ρούχα μου όπως σκεπάζουν όμορφα το σώμα μου, όλα πόσο αρμονικά συνεργάζονται ώστε να κινούμαι χωρίς σκοπό, χωρίς κατεύθυνση μεσ' τη νιρβάνα του χειμωνιάτικου ήλιου...
Θα μπορούσα για ώρες να περιδιαβαίνω τα σοκάκια, παρατηρώντας χαζά τα φτωχά σπιτάκια, τις καθημερινές ασχολίες των ανθρώπων, μικρά κι ασήμαντα περιστατικά, όμως σήμερα δεν είχα διάθεση για κάτι τέτοιο...Ήμουν ευχαριστημένος πραγματικά με την μοναξιά μου, δεν είχα καμιά ανάγκη για κοινωνικές συναναστροφές αυτή τη στιγμή. Το μόνο που ήθελα ήταν ν' απλωθώ σε μια πολυθρόνα και να μη σκέφτομαι τίποτα....Τράβηξα προς την πλατεία με τα τραπεζάκια έξω και διάλεξα ένα τραπέζι λιγάκι απομονωμένο από τις παρέες του μαγαζιού πέντε έξι όλες κι όλες. Κάτι συνταξιούχοι, δύο μαστόροι, δύο κυρίες που είχαν βγει για ψώνια, ένας μοναχικός...
Παράγγειλα έναν ελληνικό καφέ και άπλωσα τα πόδια μου όσο γίνεται πιο μακριά απ' το κάθισμα. Ο ζωοδότης ήλιος αγωνιζόταν με τη ζέστη του να παραβγεί το βοριαδάκι που κρύωνε όσο μπορούσε ότι ακάλυπτο υπήρχε στο ανθρώπινο σώμα, το πρόσωπο, τα χέρια. Αστραπιαία περνάνε απ' το μυαλό μου καθημερινές φροντίδες, συναισθήματα, ομιλίες, εικόνες, όμως σ' όλ' αυτά κυριαρχεί το απόλυτο μηδέν που περνάει μέσα απ' το μεδούλι των οστών μου .....
Κάποια στιγμή στρέφω το βλέμμα προς τον «ευεργέτη μου», κρατώντας την παλάμη στο μέτωπο για να μη με τυφλώσει και ως εκ θαύματος βλέπω κάτι που μου φάνηκε τουλάχιστον περίεργο !
Σε μια μικρή περιοχή του ήλιου με κατεύθυνση κάτω δεξιά υπάρχει ένα μαύρο τρίγωνο !
Στην αρχή δεν δίνω σημασία, λέω κάτι είναι που με ξεγελάει ! Όταν όμως ξαναστρέφω το βλέμμα μου και το βλέπω πάλι εκεί αρχίζω και ανησυχώ....Δεν είχα μάθει τίποτε για έκλειψη ηλίου ή κάτι σχετικό...Όταν πια ο ήλιος μπαίνει στα σύννεφα και φαίνεται ξεκάθαρα ο πύρινος δίσκος, το φαινόμενο είναι ορατό ακόμη και από τυφλό !
Δεν αντέχω άλλο να κρατώ μόνος μου το μυστικό και αισθάνομαι την ανάγκη να το μοιραστώ...
Σηκώνομαι και πηγαίνω στο διπλανό τραπέζι, όπου ένας κύριος μυστακοφόρος παίζει το κομπολόϊ του. Του λέω : «συγνώμη ρε φίλε δε βλέπεις ότι ο ήλιος σήμερα έχει κάτι παράξενο ;»
Με κοιτάζει μ' ένα απορημένο ύφος έντονα στα μάτια και δεν απαντά...Ξανακάθομαι στο τραπέζι απογοητευμένος και κρατάω το κεφάλι μου με τα δυο χέρια σφιχτά.
Ρίχνω πάλι ένα βλέμμα στον ήλιο. Τώρα πια τα αραιά σύννεφα τον έχουν καλύψει και το φαινόμενο είναι ολοκληρωτικά ορατό. Μάλιστα παρατηρώ κάτι που με κάτι να ανησυχώ ! Το τρίγωνο ολοένα μεγαλώνει. Η αγωνία πια εξελίσσεται σε πανικό !
Τα πάντα γύρω κινούνται με τη συνηθισμένη χαοτική τους συμπεριφορά. Τ' αμάξια κορνάρουν στα φανάρια. Οι πεζοί διασχίζουν κάθετα τη λεωφόρο ρισκάροντας τη ζωή τους, δύο αρχόσχολοι καυγαδίζουν μ' έναν περαστικό. Απλά συνηθισμένα πράγματα συνεχίζουν να γίνονται σα να μην έχει συμβεί τίποτε...
Κάνω τη δεύτερη απόπειρα...Πηγαίνω στο τραπέζι με τις δυο κυρίες : «Καλημέρα σας και συγνώμη, να σας διακόψω λίγο ; Είναι τώρα λίγη ώρα που παρατηρώ κάτι περίεργο στον ήλιο. Μήπως θα μπορούσατε να με βοηθήσετε να ρίξετε κι εσείς μια ματιά ;»
- Μάλιστα κύριέ μου ευχαρίστως !»
Η μία φοράει τα γυαλιά ηλίου και σηκώνεται πρόθυμα να κοιτάξει. Σε λίγο αποφαίνεται :
«Δυστυχώς δε βλέπω τίποτε !»
- Καμιά φορά μας δημιουργείται εσφαλμένη εντύπωση, συμπληρώνει η άλλη που δεν έκανε καν τον κόπο να κοιτάξει...
Εγώ αρχίζω ν'αφηνιάζω !
- Μα κοιτάξτε εκεί, εκεί σας παρακαλώ....(Δείχνω με το χέρι )
- Δεν βλέπω τίποτε , τίποτε σε διαβεβαιώ αγόρι μου ! Και σε συμβουλεύω να μην πολυκοιτάζεις τον ήλιο για κινδυνεύεις να τυφλωθείς !
Η άλλη κουνούσε το κεφάλι με συγκατάβαση : «Το καϋμένο το παλληκάρι !»
Αυτή τη φορά δεν χάνω χρόνο. Πηγαίνω στη διπλανή παρέα στους συνταξιούχους.
- Συγνώμη, να σας διακόψω λιγάκι ; Μπορείτε σας παρακαλώ να ρίξετε μια ματιά στον ήλιο ; Έχω την εντύπωση ότι κάτι περίεργο συμβαίνει. Βλέπετε μια σκοτεινή τριγωνική περιοχή ;
- Ναι αγόρι μου. Μια στιγμή να κοιτάξουμε αν και δεν μας βοηθάνε τα μάτια μας...Καταλαβαίνεις...
Έχεις δίκιο ναι,ναι....εκεί ψηλά πάνω απ' τον ήλιο έ ;
Μήπως είναι γλάρος ;
-Εντάξει, ευχαριστώ πολύ.
Ρίχνω άλλη μια ματιά...
Η σκοτεινή περιοχή έχει καταλάβει το ένα τέταρτο του ήλιου. Το φως έχει μειωθεί αισθητά... Όμως απ' ότι φαίνεται κανέναν δεν προβληματίζει το γεγονός..
Η τελευταία μου ελπίδα είναι δυο περαστικοί, φαίνονται μορφωμένοι και πολυάσχολοι...
- Συγνώμη θα μπορούσα να σας απασχολήσω λίγο ;
- Ναι φίλε μου μετά χαράς !
- Είναι ώρα τώρα που παρατηρώ κάτι περίεργο στον ήλιο. Θα μπορούσατε να με βοηθήσετε λίγο ;
- Ναι, ναι αμέσως για να δούμε λοιπόν...
- Βλέπετε εκεί στην άκρη κάτω και δεξιά ;
- Λοιπόν έχεις δίκιο. Κάτι είναι. Μήπως είναι κάποιος δορυφόρος ; Κάποια ηλιακή κηλίδα ; Κάποια σκιά από άλλον πλανήτη ;
- Όχι πιστεύω ότι είναι κάτι ακόμη χειρότερο. Είμαι σίγουρος ότι ο ήλιος πεθαίνει !
- Μα τι πράγματα είν' αυτά που ξεστομίζεις ; Λοιπόν μην ανησυχείς. Όλα θα πάνε καλά. Να σκέφτεσαι θετικά φίλε. Όλα θα πάνε καλά. Τώρα όμως μας συγχωρείς... Μας καλεί το καθήκον.
Ρίχνω άλλη μια ματιά. Η εξέλιξη του φαινομένου είναι πια ολοσχερής. Έχει καλυφθεί πια το ένα τρίτο. Όμως ο μοναδικός μάρτυρας είμ' εγώ ! Μήπως όμως είναι πραγματικά μια δική μου ψευδαίσθηση ; Μήπως ο προηγούμενος άνθρωπος που συμφώνησε μαζί μου ότι είδε κάτι, το έκανε από οίκτο, από ευσπλαχνία ; Μήπως πρέπει να το ξεχάσω γιατί θα τρελαθώ ; Μου έρχεται ν' αρχίσω να χορεύω για να τους τραβήξω την προσοχή, να φωνάξω, να βρίσω ότι είναι ηλίθιοι !
Δεν αισθάνομαι καλά, αυτή είναι η αλήθεια.
Πηγαίνω παραπέρα απογοητευμένος και κάθομαι σ' ένα παγκάκι. Νιώθω μια απίστευτη μοναξιά. Σκέφτομαι μήπως θα ήταν καλύτερα να το ξεχάσω το θέμα. Να ενεργήσω σα  να μην υπάρχει. Να συνεχίσω τη δουλειά μου μ' ένα γελαστό ύφος, αμέριμνος κι αδιάφορος κλεισμένος στον ατομικό μου παράδεισο...
Όμως δεν μπορώ... Μου είναι αδύνατο. Σκέφτομαι οτι αν σβήσει ο ήλιος, η γη θα καταστραφεί, η ζωή θα τελειώσει, όλα όσα αγαπάμε θα πάψουν να υπάρχουν και με λούζει κρύος ιδρώτας...
Μήπως δε βλέπω καλά, μήπως έχω κουραστεί πολύ τελευταία, μήπως έχω παραισθήσεις, μήπως έχω εφιάλτες ;
Το φως έχει μειωθεί αρκετά τώρα...
Όμως οι άνθρωποι γύρω δεν δίνουν ιδιαίτερη σημασία. Μάλιστα άκουσα κάτι περαστικούς να λένε ότι αφού δεν ανέφεραν τίποτε σχετικό στις ειδήσεις άρα τίποτε ανησυχητικό δεν συμβαίνει...
Κάτι παιδιά παραδίπλα γελάνε με το «μαύρισμα» του ήλιου όπως κοροϊδευτικά το αποκαλούνε...
Εγώ έχω πέσει χάμω και σηκώνω το χέρι μου ψηλά...




Η ζωή επιστρέφει δυνατή και παράξενη

Ένιωσε ένα σουβλερό πόνο στη κοιλιά όπως προχθές αλλά δεν είπε τίποτα. Κοίταξε τ' αυτοκίνητα γύρω, τους ανθρώπους, τη θάλασσα και συνειδητοποίησε ότι όλ' αυτά τ' αποχαιρετάει. Καλά έζησε εδώ που τα λέμε. Όσα πάνε κι όσα έρθουν. Η ζωή δεν είναι για πολλή σκέψη. Γλέντα τη, γλέντα τη όσο μπορείς, όμως σε λίγο μελαγχόλησε :
Βρε ζωή φαρμάκια στάζεις , σε βαρέθηκα...............κι αν χρυσά παλάτια τάζεις είναι ψεύτικα.....
Ο πόνος συνέχισε να τη σουβλίζει.
Κώστα δώσε μου λίγο να οδηγήσω !
Τό' χε άχτι να οδηγήσει !
Ο Κώστας όλως περιέργως δεν έφερε καμιά αντίρρηση. Σταμάτησε στο πλάϊ, βγήκε  έξω κι άφησε την πόρτα ανοιχτή για να μπει η γυναίκα του η Σούλα.
Ξεκίνησε γρήγορα μαρσάροντας πολύ και ακούμπησε πάνω στο τιμόνι σφιγμένη, αλλά ο Κώστας δεν έδωσε σημασία ως συνήθως.
Οδηγούσε προσεκτικά αν και λίγο αφηρημένη. Ο Κώστας κάθε λίγο και λιγάκι της έδινε συμβουλές γιατί ανησυχούσε μην κάνει κάποια αδέξια κίνηση.
Βάλε λίγο το ραδιόφωνο Κώστα του είπε για να μη φανεί ότι υποφέρει κι αυτός συνεχίζοντας να μη δίνει σημασία έψαξε λίγο με το κουμπί και κατέληξε στον ΣΠΟΡ FM.
Κώστα, Κώστα δεν είμαι καλά, χάνομαι ! Ο Κώστας έκανε μια απότομη σπασμωδική κίνηση και άρπαξε το τιμόνι με τ' αριστερό : «Κάνε δεξιά»  της λέει και συνέχισε να κρατάει το τιμόνι.
Εκείνη είχε κλείσει τα μάτια.
Ο Κώστας αστραπιαία μόλις πιάσανε τη δεξιά λωρίδα τράβηξε χειρόφρενο και βγήκε γρήγορα να πάρει τη θέση του οδηγού. Με το ζόρι η Σούλα μετακινήθηκε, τρεκλίζοντας στην άλλη θέση.
Ο Κώστας κατάλαβε ότι κάτι πολύ κακό συμβαίνει και πάτησε το γκάζι για το κρατικό που εφημέρευε και που δεν απείχε παρά λίγα χιλιόμετρα.
Την έβαλε στα γρήγορα στο καρδιολογικό και έκατσε έξω ανησυχώντας βέβαια αλλά σίγουρος ότι η Σούλα είναι βράχος και θα τη σκαπουλάρει. Πήρε στο κινητό μάλιστα την κόρη τους και της είπε να έρθει με το πάσο της αφού ετοιμάσει σε μια τσάντα καμιά αλλαξιά και καμιά νυχτικιά για τη Σούλα. Κάθησε αμέριμνος για λίγο έξω. Δεν τους γούσταρε τους γιατρούς- στην ουσία κανένα μορφωμένο- και όλη αυτή η διαδικασία τον κούραζε.
Σε μια στιγμή βγήκε ένας με γυαλάκια με ύφος χαζό, ντροπαλό αλλά συγχρόνως μ' ένα προσποιητό θράσος.
Ο κύριος Πράτης ; Ναι εδώ εγώ. Τι γίνεται γιατρέ πως πάει η ασθενής ; Χαμογέλασε λίγο για να ζεστάνει το κλίμα.
Ο γιατρός χαμήλωσε λίγο τα μάτια και σοβάρεψε απότομα. Προχώρησε στην ουσία : «Δυστυχώς κύριέ μου τη χάσαμε»
Έμεινε κάγκελο ο Κώστας. Δεν μπορεί, κάνει λάθος ο μαλάκας σκέφτηκε από μέσα του.
Ττττ.........Προσπάθησε ν' αρθρώσει μια λέξη αλλά δεν έβγαινε τίποτα.
Τον παραμέρισε με βίαιες κινήσεις κι  έσπρωξε την πόρτα για να δει μόνος του.
Η νοσοκόμα έβγαζε τα τελευταία ηλεκτρόδια του καρδιογραφήματος μαζί με τα μπαμπάκια και κατέβαζε τη μπλούζα της για να μη φαίνεται το αναμφισβήτητα ακόμη ωραίο στήθος της.
Ο Κώστας πλησίασε. Δεν μπορούσε να το πιστέψει. Η Σούλα ήταν αυτή ; Η γυναίκα του ; Η χορευταρού , η πλακατζού, η κούκλα ; Μόλις τώρα δα δεν μιλούσαν μαζί ; Οι δυο τους πέρασαν τόσα και τόσα και τώρα στέκεται βουβή, άσπρη σαν άδειο σακκί.
Σούλα, Σούλα.........
ΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑ  μια κραυγή βγήκε από μέσα του κι αμέσως το πρόσωπό του μεταμορφώθηκε κι έγινε τερατώδες ! Πήρε τη μορφή μάσκας που συμβόλιζε.......κλάμα ; γέλιο ; γκριμάτσα ; Κανείς δεν μπορεί να πει.
Τα χέρια του πήγαν στην αρχή να κρύψουν την αγριάδα του προσώπου του και μετά στράφηκαν στο σώμα της πεθαμένης. Θάνατος από εσωτερική αιμορραγία, έγραψε ο γιατρός στη φόρμα της βεβαίωσης θανάτου.....
Σιγά-σιγά άρχισε να συνειδητοποιεί τι είχε συμβεί. Του φάνηκε κάτι σαν τρελό όνειρο απ' το οποίο δεν μπορούσε να ξυπνήσει !

Η όλη φάση έμοιαζε σαν πασχαλιά. Όλα ήταν χαρμόσυνα. Τίποτα δεν μαρτυρούσε ότι ήταν μνημόσυνο. Το αρνί σιγοψηνόταν στη χόβολη, τα παιδιά γύρω παίζανε σαν παλαβά, ο γυιος του ο Βασίλης υποδεχόταν τους καλεσμένους με χαζοχαρούμενο ύφος, η νύφη του η Μαρία είχε πιει κανα δυο ποτήρια και φαινόταν έτοιμη  να χορέψει και ο Κώστας πότε γελούσε, πότε έκλαιγε, τη μια τσούγκριζε το ποτήρι του την άλλη θυμόταν τη Σούλα και φώναζε : Σούλα, Σούλα μου !
Είχε καλέσει κάμποσους φίλους, συγγενείς να φάνε, να πιούνε και να κλάψουν τη Σούλα. Το κλίμα όμως κάθε άλλο παρά πένθιμο ήταν. Γέλια, χαρές οι καλεσμένοι όλο ζωή δεν χόρευαν βέβαια, αλλά μιλούσαν δυνατά φχαριστιόντουσαν και πέρναγαν καλά.
Το κτήμα όπου γινόταν το πανηγύρι το είχε φτιάξει εδώ και είκοσι χρόνια με τον κήπο του, τα δέντρα του, πορτοκαλιές, μανταρινιές, λεμονιές κι ελιές. Είχε βάλει γεώτρηση, φωτοβολταϊκό και συστήματα αιολικής ενέργειας. Ένας σκύλος κακομοίρης στεκόταν δεμένος στον ήλιο με μια γλωσσάρα να κρεμασμένη και κουνούσε ολοένα την ουρά του.
Είχε φτιάξει μόνος του και δυο κούνιες, μια τραμπάλα, μια τσουλήθρα έτσι πρόχειρα για τα παιδιά.
Το σπίτι απλό, με το τζάκι του, την κουζίνα του άνετο να κοιμίσει και να ταΐσει αρκετούς ανθρώπους.
Τα παλιόπαιδα τα εγγόνια του είχαν βρει την ευκαιρία να ξεσαλώσουν. Το ένα είχε ανέβει στην κούνια και κουνιότανε με τόση δύναμη που το κεφάλι του σχεδόν έβρισκε στο δοκάρι της κληματαριάς. Παρ' όλ' αυτά κανείς δεν έδινε σημασία. Σούλα ε Σούλα ! Φώναξε πάλι.
Στην άκρη του κήπου είχε μετατρέψει ένα μικρό θερμοκήπιο, δηλαδή μια ξύλινη κατασκευή σκεπασμένη με διάφανο πλαστικό σε αίθουσα εστίασης.
Ήταν μια ηλιόλουστη χειμωνιάτικη μέρα και ο ήλιος ζέσταινε το θερμοκήπιο. Αν προσθέσεις και το κρασί στη θαλπωρή του θερμοκηπίου όλ' αυτά ήταν αρκετά για να ξεπεράσει κανείς την αμηχανία του συνδυασμού μελαγχολίας που φέρνει ένας θάνατος και της εγκαρδιότητας που πρέπει να δείξει σε κάποιον  που τον κερνάει και τον φιλοξενεί. Είχαν μαζευτεί λοιπόν στο θερμοκήπιο μερικοί μάλλον άγνωστοι μεταξύ τους άνθρωποι ή στη καλύτερη μακρινοί συγγενείς κι έλεγαν ιστορίες -ότι τους ερχόταν στο μυαλό από μια διάθεση συμπαράστασης στον οικοδεσπότη. Κυρίως για να τον κάνουν να ξεχαστεί και να αισθανθεί καλύτερα......
«Κάποτε ...είχα ένα συνάδελφο, καλό παιδί » ξεκινάει ένας ηλικιωμένος κύριος, «που ερωτεύθηκε σφόδρα μια κοπέλα. Παντρευτήκανε και κάνανε γρήγορα και δυο παιδάκια. Ξαφνικά μαθαίνουμε ότι αυτή τον παράτησε κι έφυγε με μια φίλη της μακριά να ζήσουνε μαζί....»
Χα χα χα η παρέα ευθύμησε και τσιμπολογούσε τους μεζέδες.
Κώστα να ζήσετε να τη θυμόσαστε. Σούλα ε Σούλα ! Φώναξε πάλι ο Κώστας. Ένας άλλος μυστακοφόρος μάγκας έπιασε το νήμα της κουβέντας από κει που το άφησε ο προηγούμενος και συνέχισε :
«Κάποτε είχα μια γνωστή που ήταν αρκετά ελεύθερη στον έρωτα. Αυτή είχε στο σπίτι έναν μεγάλο σκύλο, λυκόσκυλο. Ο άντρας της ήταν ταξιδιάρης κι έλειπε συνήθως για πολύ καιρό. Μια φορά όταν επέστρεψε από ταξίδι, ο σκύλος έδειχνε όχι μόνο να μην τον θυμάται καθόλου αλλά ακόμη περισσότερο να τον εχθρεύεται.
Όταν το ζευγάρι ξάπλωσε στο κρεββάτι για να λύσει τους λογαριασμούς όλου του χαμένου καιρού, ο σκύλος δεν άντεξε κι επιτέθηκε στο νοικοκύρη. Με δυσκολία η γυναίκα τον τράβηξε απ' τα δόντια του.
Χα χα ακολούθησε ένας ορυμαγδός από χάχανα. Η παρέα περνούσε ευχάριστα, το κρασί ήταν καλό κι ο Κώστας πότε αφουγκραζόταν τις ομιλίες, πότε το μυαλό του έφευγε και στενοχωριόταν. Σε μια στιγμή σηκώθηκε, απομακρύνθηκε, πήγε κοντά σε μια λεμονιά κι έκρυψε το κεφάλι του στα χέρια του. Έβλεπε με τη φαντασία του τη Σούλα να χορεύει τσιφτετέλια, ζεϊμπέκικα, χασάπικα. Τι χαρά θεού ήταν αυτή η γυναίκα ! Καλή νοικοκυρά, μάνα και άνθρωπος. Αλλά προπαντός ωραία γυναίκα.
Γέννημα θρέμμα κοκκινιώτισσα, λαϊκός άνθρωπος, μεγάλωσε στις γειτονιές του Πειραιά, ήταν έξω καρδιά. Ο πατέρας της μπουζουξής, τον ακολουθούσε όπου πήγαινε και χόρευε στο πάλκο.
Περάστε όμορφα, διασκεδάστε, χαρείτε λέει ο Κώστας και τσούγκρισε το ποτήρι του με τους συνδαιτημόνες. Έτσι θέλω να είστε όταν θυμόσαστε τη Σούλα μου. Όπως ήταν κι εκείνη : Εξω καρδιά και γλέντι.
Ο κυρ Βαγγέλης, ένας γέρος με άνοια, που είχαν πάρει μαζί τους οι γείτονες και δεν καταλάβαινε και πολύ παρ' όλ' αυτά είχε απλώσει τη χερούκλα του  κάτω απ' το τραπέζι  και χάϊδευε το γόνατο της Νατάσας της πεταχτής ανηψιάς του Κώστα. Αυτή τραβιόταν πιο πέρα και κοκκίνιζε αλλά δεν έδινε συνέχεια στο γεγονός εξ αιτίας της ημέρας και επειδή λυπόταν το γέρο και δεν ήθελε να τον κάνει ρεζίλι.
Σε μια στιγμή ο Κώστας απομακρύνθηκε απ' την παρέα και πήγε στα κλουβιά με τα πουλιά.
Υπήρχε ένας περιστερώνας, καρδερίνες, φλώροι, παπαγάλοι.
Κάποιος παρατήρησε τις κινήσεις του και φώναξε : «Τι κάνει ο Κώστας εκεί ;» Ο Βασίλης ο γυιός του έτρεξε να προλάβει.
Ο Κώστας σιγά-σιγά μεθοδικά άνοιγε ένα-ένα τα κλουβιά κι απελευθέρωνε τα πουλιά. Όταν κάποιο πουλί ξαφνιασμένο δεν ήθελε να βγει, το άρπαζε στη χούφτα του και το πέταγε στον αέρα. «Έτσι θέλω να λευτερώσω τη ψυχή της...»
Άφησε τα πουλιά ψηλά κι ένιωσε κι εκείνος να πετάει μαζί τους.....


Σαν μουσική

Κάποιος ξυπνάει το πρωί και βγαίνει στο δρόμο. Ψάχνει απεγνωσμένα να βρει κάτι ζωντανό, αλλά μάταια ! Κάποια μολυσματική ασθένεια ή βόμβα νετρονίου έχει εξοντώσει όλους τους ζωντανούς οργανισμούς....Αυτός για κάποιο λόγο από μια ευτυχή σύμπτωση, έχει επιβιώσει.
Παντού ακούγεται μια εκκωφαντική ησυχία !
Ελπίζει ότι θα βρει κάποιον, κάπου....Οι ήχοι τον τρομάζουν, του θυμίζουν κάτι, όμως γρήγορα καταλαβαίνει ότι είναι ψευδαισθήσεις !
Αρχίζει την περιπέτεια μιας συνεχούς αναζήτησης μιας ζωντανής ύπαρξης.
Κάποια στιγμή του φαίνεται ότι ακούει μια μύγα. Νομίζει ότι την βλέπει και την κυνηγάει ! Όμως γρήγορα καταλαβαίνει ότι είναι γέννημα της φαντασίας του... Το βράδυ πάλι του φαίνεται ότι ακούει ουρλιαχτά, μακρινές φωνές.
Κάπου μακριά ακούει ένα θόρυβο, σαν συναγερμό. Βγαίνει μέσα στη νύχτα και προσπαθεί να πλησιάσει στην πηγή του θορύβου.Φτάνει σ' ένα παλιό εργοστάσιο. Κτυπάει απ' έξω τις πόρτες και φωνάζει ! Από μέσα όμως δεν ακούγεται τίποτε. Κάποια στιγμή ο συναγερμός σταματάει.
Είναι σαστισμένος και τρομαγμένος.
Τρόφιμα βρίσκει σε ψυγεία. Για την ώρα ακόμη το ρεύμα δεν έχει διακοπεί, ούτε το νερό.
Κατά τα άλλα όμως η πόλη είναι νεκρή. Η απόλυτη ησυχία του φαίνεται ότι είναι η πιο σκληρή φασαρία : Ενα χάος από συνεχή μουρμουρητά και κουτσομπολιά σέρνονται στ' αυτιά του...
Τρελαίνεται ?
Προσπαθεί να επικοινωνήσει στο Internet, στο τηλέφωνο με κάποιον, όμως δεν τα καταφέρνει. Απογοητεύεται.
Κοιτάζει τον εαυτό του στον καθρέπτη. Είναι ο μοναδικός άνθρωπος που έχει σωθεί ?
Παραμιλάει. Ακούει τον εαυτό του. Μια μυρωδιά έντονη του θυμίζει ότι ακόμη είναι ζωντανός.
Είναι μόνος σ'αυτόν τον κόσμο ?
Αυτός κι ο ουρανός. Αυτός και τα σπίτια. Ούτε ένας σκύλος, μια γάτα, έστω ένα ποντίκι.
Εεεεεεεεεεεεεεεε φωνάζει στο κενό ! Τι να τον κάνει τον ουρανό, τ' αστέρια αφού είναι μόνος του ?
Τι να το κάνει το φεγγάρι αφού δεν τον αγαπάει κανείς ? Είναι ο βασιλιάς του τίποτα !!!!
Μπαίνει σ' ένα σπίτι. Βρίσκει χρυσαφικά και λεφτά και τα πετάει απ' το μπαλκόνι.
Παίρνει από κάπου ένα ωραίο αμάξι. Το βάζει μπρος και το γκαζώνει. Στο τέλος το ρίχνει κάπου.
Είναι χτυπημένος, πονάει πολύ. Υποφέρει, βογγάει. Κανείς δεν μπορεί να τον βοηθήσει,
Από κάπου ψάχνει να πιαστεί. Του φαίνεται ότι κρέμεται ανάποδα απ' τη γη και ότι σε λίγο θα γκρεμιστεί στο χάος. Αρπάζει απεγνωσμένα και σφίγγει μια πέτρα.
Νιώθει ένα με τον κόσμο, δηλαδή ένα μικρό κομματάκι  του σύμπαντος.
Μένει ρημαγμένος στο δρόμο. Αφήνεται να τελειώσει.Όμως σαν σε όνειρο έρχεται ένα χάδι ξαφνικά μέσα στο σκοτάδι και του δίνει ελπίδα. Βοήθα με σε παρακαλώ !!!!!
Βάζει δύναμη και σηκώνεται.Βρίσκει κάπου ένα φαρμακείο και περιποιείται τις πληγές του.
Σε λίγο κόβεται το ρεύμα. Το νερό λιγοστεύει.Βρίσκει κάπου λίγο. Ανάβει ένα τζάκι.
Απ' το μπαλκόνι του φαίνεται ότι περνάνε σκιές. Πρόσωπα όμορφα, γελαστά, ειρωνικά ή άσχημα, συνοφρυωμένα, μουντά παρελαύνουν μπροστά του.
Το βράδυ ξυπνάει από θορύβους, φωνές, κλάματα. Σηκώνεται αλλά δεν υπάρχει τίποτα.
Τρώει ότι βρει μπροστά του. Πίνει πολύ κρασί, ουίσκυ.
Κάτι τον χτυπάει σαν ρεύμα.Σηκώνεται αλαφιασμένος και τρέχει.
Παίρνει ένα αυτοκίνητο και ξεκινάει ταξίδι ! Γεμίζει μπιτόνια βενζίνη. Ανοίγει το ραδιόφωνο. Κάπου υπάρχει μια περίεργη συχνότητα ! Κάτι μακρινό κι ακαθόριστο ακούγεται....Σαν μουσική.


Το κυνήγι του σκαντζόχοιρου


Είναι τώρα τρεις μέρες που δεν έχω δει άνθρωπο ! Δεν βγαίνω καθόλου έξω, τρώω κάτι κονσέρβες και λαχανικά απ' το ψυγείο. Ωραία περνάω μέσα στο σπίτι ! Κάθομαι διαβάζω, γράφω και ζωγραφίζω. Κοιτάζω τα πουλιά και τα σύννεφα, αφουγκράζομαι τους ήχους, το βράδυ ρεμβάζω μπροστά στο πανόραμα των άστρων. 
Όμως σήμερα δεν αισθάνομαι πολύ καλά. Δίνω βάση στην ανθρώπινη φασαρία έξω. Ανοίγω το παράθυρό μου και κοιτάζω να δω κανέναν άνθρωπο. Μόλις τον βλέπω από μακριά, σκύβω το κεφάλι και κάνω ότι κοιτάζω αλλού....Μου μπαίνει η ιδέα ότι με κοιτάζει. Κλείνω το παράθυρο και μπαίνω μέσα.
Είναι απογευματάκι και όλος ο κόσμος μαζεύεται στην κοντινή πλατεία.Πίνει καφέ, ουζάκι, κουβεντιάζει, κάνει πλάκα, φωνάζει ο ένας στον άλλον, χαίρεται τη ζωή του. 
Εγώ δεν έχω καμιά συνάφεια μ' αυτούς τους ανθρώπους, κανένα πάρε δώσε ούτε και θέλω να μπω στη διαδικασία να επικοινωνήσω με όλους αυτούς. Άλλωστε με θεωρούν απόκοσμο και δεν ξέρουν με ποιο τρόπο να μου συμπεριφερθούν ! Γι αυτό όταν με βλέπουν τις περισσότερες φορές κάνουν το κορόϊδο....Συνήθως λοιπόν κάθομαι στη βεραντούλα μου προφυλαγμένος απ' τους χοντρούς τοίχους του σπιτιού και αναπολώ, σκέφτομαι ή ακούω μουσική. 
Σήμερα όμως δεν έχω κέφι για τίποτε ανάλογο. Δεν ξέρω τι θέλω. Έχω ανάγκη να βγω,όμως δεν το αποτολμώ. Μου φαίνεται εξαιρετικά παρακινδυνευμένο. 
Στην καλύτερη περίπτωση θα κάτσω σε κάποιο καφενείο μόνος μου και θα ψάχνω κάποιο γνωστό ν' αρθρώσω μια κουβέντα. Ρε με θυμάσαι, είμαι ο τάδε, τι κάνεις ? Αυτός θα με κοιτάξει με το γνωστό ειρωνικό ύφος : Τι κάνεις καλά είσαι ? Και θα προσανατολιστεί κάπου όπου θα αισθάνεται πιο άνετα..Εγώ θα υποκρίνομαι τον αδιάφορο ενώ από μέσα μου θα βράζω. Έτσι η μοναξιά μου θα ενταθεί σε επικίνδυνο βαθμό. Στο τέλος θά' ρθει δίπλα μου να κάτσει κάποιος αποκλεισμένος απ' τη ζωή ή κάποιος μοναχικός γέροντας που δεν έχει που την κεφαλή κλείναι ! Και τότε δυστυχώς θα βλέπω σ' αυτόν τον εαυτό μου ή την προέκταση του εαυτού μου...
Στη χειρότερη περίπτωση θα κάτσω μόνος και θα κοιτάζω τους άλλους σαν χoλερικός. Οι άλλοι θα ρίχνουν από μακριά κλεφτές ματιές και θα συλλογίζονται χαιρέκακα : Ας τον τον κερατά μόνο του που μας κάνει τον καμπόσο ! Ας τον εκεί να τιμωρηθεί !
Οι ανθρώπινες σχέσεις έχουν τους κανόνες τους : Για να σου δώσει κάποιος σημασία, πρέπει να του μοιάζεις, νά' χετε κάτι κοινό  στον τρόπο συμπεριφοράς. Πρέπει να υπάρχει ένας κοινός κώδικας. Και μη λεκτικός πολλές φορές. Ένα κλείσιμο του ματιού, μια χειρονομία, μια έκφραση. Πρέπει επίσης σ' αυτό το αλισβερίσι να είσαι συνεπής, σωστός. 
Αν ο άλλος παρατηρήσει ανακολουθίες  τότε δικαιολογημένα «κόβει λάσπη» και πηγαίνει αλλού...
Γι αυτό κάθομαι μέσα ήσυχος σαν φυλακισμένος. Όμως σήμερα κάτι δεν πάει καλά. Έχω μια ανησυχία. Η βουή της πλατείας μ' ενοχλεί. Θέλω να βγω λίγο έξω αλλά διστάζω...Προσποιούμαι ότι έχω ξεχαστεί και παρακολουθώ μια σαύρα που έχει σκαρφαλώσει στο ταβάνι και περπατάει ανάποδα χωρίς να πέφτει ! Πως το κάνει ? Μήπως έχει καταργήσει τη βαρύτητα ?
Γυρίζω πίσω και βλέπω ξαφνικά τρεις χωριανούς να με κοιτάζουν βλοσυρά....
-Εσύ τι κάνεις εδώ ?
-Γιατί δεν βγαίνεις έξω ?
-Σου έχουμε κάνει κάτι ?
Κλείνω τα μάτια μου και χάνονται ! Δεν ξέρω αν είναι η φαντασία μου... Ξαναεμφανίζονται.
-Κοίταξέ τον ύφος που έχει ....
-Ποιος νομίζεις ότι είσαι ρε ?
-Γιατί δεν θες να μας δεις αφού είσαι καλό παιδί και ξέρουμε ότι μας αγαπάς ...
-Έλα έξω δεν πρόκειται να σ'ενοχλήσουμε !
-Έχεις να κρύψεις κάτι ?(Λέει ο ένας πονηρά)
-Πως τα καταφέρνεις και κάθεσαι μονάχος ?
-Έλα να πιεις ένα κρασί 
-Βγες έξω, θα τρελαθείς εδώ μέσα !
-Άσε τα βιβλία, τα βιβλία δεν σε βοηθάνε, σκέφτεσαι, σκέφτεσαι και στο τέλος τα χάνεις....
-Ζεις στο δικό σου κόσμο ! Βγες έξω να δεις τη ζωή ! Τη πραγματική ζωή ! Τα προβλήματα της καθημερινότητας : Πως θα ασχοληθείς με πρακτικά πράγματα, να επιδιορθώσεις μια πόρτα, ένα πόμολο, μια ηλεκτρική συσκευή, εδώ μέσα είσαι άχρηστος...
Ένας απ' αυτούς αλλάζει σιγά-σιγά μορφή και το πρόσωπό του αρχίζει να μοιάζει με το δικό μου...
-Αφήστε τον σε μένα παιδιά ! Έλα εδώ σε μένα φιλαράκο !
Εγώ σε ξέρω καλά δεν μου ξεφεύγεις.... Δεν μου λες ξέρεις κάτι για τη γίδα του Διονύση ?
Ακούγεται ότι δήθεν αγαπάς τα ζώα και κόβεις τα σχοινιά και τ' απελευθερώνεις. Είναι αλήθεια ?

Αποφασίζω να βγω μια βόλτα μόνος μου. Θα περπατήσω λίγο για ν' αλλάξω παραστάσεις. Τι ωραία που είναι ! Ο ήλιος, η θάλασσα, τα πουλιά, πιο κει ένα άλογο, τα δέντρα, οι πέτρες, τ' αγέρωχα βουνά, τα σύννεφα ....Μυρίζει θυμάρι. Όμως κι αν όλ' αυτά σου δίνουν την αίσθηση της ελευθερίας, όταν σκέφτομαι τον κόσμο του χωριού με πιάνει μια ασφυξία, ένα σφίξιμο.
Όμως αυτός που έρχεται ποιος είναι ?
-Γεια σου κύριε Μήτσο !
-Γεια σου, βολτούλα ? (Βαριεστημένο μειδίαμα)
Συνεχίζω..Βαδίζω αργά και παρατηρώ τριγύρω.
Ξαφνικά στη μέση του δρόμου βλέπω μια τρύπα. Σταματώ και προσπαθώ ν' αντιληφθώ το μέγεθος του κινδύνου. Δεν μπορώ ακριβώς να κρίνω πόσο μεγάλη είναι. Είναι αρκετά μεγάλη για να πέσει η ρόδα ενός αμαξιού ή περνάει από πάνω χωρίς καμία επίπτωση ?
Κάνω να φύγω αλλά δεν μπορώ να φύγω άπρακτος. Αυτό που βλέπω με ανησυχεί ιδιαίτερα. Πρέπει οπωσδήποτε να κάνω κάτι για να προφυλάξω τους διερχόμενους οδηγούς. Μα τι δουλειά έχω εγώ μ' αυτό ? Είναι η δουλειά μου ν' ασχολούμαι ? Όχι. ¨Οποιος με δει να καταγίνομαι με τέτοια πράγματα θα με χαρακτηρίσει επιοικως περίεργο.
Όμως εμένα δεν με νοιάζει ! Μια υπερφυσική δύναμη με σπρώχνει κοντά στη τρύπα. Πρέπει να κάνω κάτι. Να δείξω ότι δεν είμαι αδιάφορος αλλά νοιάζομαι για τους ανθρώπους. Έχει χαθεί το φιλότιμο απ' όλο τον κόσμο. Κανείς δεν δίνει διάρα για τους συνανθρώπους του. Εγώ δεν είμαι έτσι. Είμαι διαφορετικός.
Μαζεύω με τις χούφτες μου χώμα και προσπαθώ να γεμίσω τη λακκούβα.Αλλά είναι μάταιο. Ρίχνω και ξαναρίχνω χώμα μα δεν γίνεται τίποτα. Η τρύπα δεν γεμιζει με τίποτα. Ρίχνω και κάποιες πέτρες με ξύλα. Έχω ιδρώσει απ' την αγωνία μου. Τελικά βρίσκω τη λύση να βάλω κάποια ξύλα που να εξέχουν απ' την τρύπα ώστε να φαίνονται από μακριά και να στρίβει έγκαιρα ο οδηγός.
Ανησυχώ για το αποτέλεσμα του δημιουργήματός μου. Ένα αμάξι καθώς πέρασε από πάνω  έσπασε
τα ξύλα. Ο οδηγός άκουσε ένα θόρυβο, φοβήθηκε ότι έγινε ζημιά και πάρκαρε στο πλάϊ για να ζητήσει εξηγήσεις. Μονολογούσε κι έβριζε....Με βλέπει δίπλα στο δρόμο κι αντιλαμβάνεται ότι έχω σχέση με το περιστατικό. Πλησιάζει και τον αναγνωρίζω. Είναι ο κυρ Βαγγέλης. Είναι τεράστιος, έχει μεγάλες πλάτες και χέρια. Βαριά φωνή.
Πλησιάζοντας άρχισε να ηρεμεί κάπως. Κοίταξε την τρύπα δίπλα μου και προσπάθησε να βγάλει άκρη...Γιατί δεν ειδοποιείς το δήμο ? Μου λέει.
-Μπα δεν βγαίνει τίποτε. Ως που νά'ρθει...
Με πιάνει με τη χερούκλα του απ' τον ώμο και μου λέει : Φίλε μου μην ασχολείσαι με τέτοια πράγματα,θα μπλέξεις χειρότερα. Και φεύγει....
Εγώ έχω κολλήσει με το θέμα. Ξέρω ότι δεν βρήκα κατάλληλη λύση, αλλά προσωρινή και καλά θα ήταν να κάτσω να σκεφτώ τι άλλο θα μπορούσα να κάνω...
Περπατώντας προς τα κάτω, βλέπω κάτι που μ' ανησυχεί περισσότερο. Κι άλλες τρύπες παρακάτω πολλές. Πρέπει να κάνω κάτι. Να παρέμβω. Δεν αισθάνομαι καλά με τον εαυτό μου. Πρέπει εγώ....έχω προσωπική ευθύνη....δεν είμαι άχρηστος...
Αποφασίζω να φύγω. Καθώς απομακρύνομαι δεν μπορώ να ησυχάσω. Θέλω να γυρίσω να προλάβω το κακό που είναι σίγουρο ότι θα γίνει !Θα ήθελα όλη νύχτα και όλη μέρα να κάτσω εκεί στο δρόμο και να προειδοποιώ τους οδηγούς για τον κίνδυνο που διατρέχουν. Να σηκώνω τα χέρια ψηλά και να τους ειδοποιώ να κόβουν ταχύτητα.
Γυρίζω στο σπίτι ζαλισμένος και νευριασμένος. Το μυαλό μου έχει κολλήσει στην τρύπα και έχω εφιάλτες. Βλέπω χιλιάδες τρύπες και μέσα σ' αυτές πέφτουν αυτοκίνητα. Απ' τ' αυτοκίνητα βγαίνουν οδηγοί με σπασμένα πόδια, κομμένα χέρια, χτυπημένα κεφάλια,παντού δακτυλιές από αίματα. Μέσα στις τρύπες διακρίνω τα κεφάλια των χωριανών μου να γελάνε ειρωνικά και μετά να με κατηγορούν ότι εγώ φταίω για το κακό. Είμαι το εξιλαστήριο θύμα. Μάλιστα ο κυρ Βαγγέλης κατά πάσα πιθανότητα έχει διαδώσει σ' όλο το χωριό ότι εγώ έχω άμεση σχέση με τις λακκούβες. Ίσως μάλιστα εγώ τις δημιούργησα για να κάνω κακό στους χωριανούς.
Δεν αισθάνομαι καλά. Η μαύρη τρύπα μου έχει κολλήσει στο μυαλό και τη σκέφτομαι συνέχεια. Πάω να σκεφτώ κάτι άλλο, να κάνω κάτι άσχετο και διαρκώς επισημαίνει την παρουσία της. Συνέχεια, συνέχεια, εμμονικά μου τριβελίζει το μυαλό.Σιγά-σιγά η έμμονη ιδέα γίνεται πόνος στο κεφάλι και σφίξιμο. Καθώς η σκέψη απομακρύνεται λίγο, αφήνει πίσω  το αποτύπωμά της, ένα σφίξιμο στη δεξιά πλευρά του κεφαλιού. Κάνω λίγο μασάζ στο σημείο αυτό αλλά τίποτα.
Με πήρε λίγο ο ύπνος. Με δυσκολία κοιμήθηκα δύο ώρες. Το υπόλοιπο της νύχτας στριφογύριζα στο κρεβάτι μου και ίδρωνα απ' το άγχος.
Σηκώθηκα αργά με άσχημη διάθεση, παραιτημένος και θυμωμένος με τον εαυτό μου. Έχω μια όψη κακόμοιρη κι έχω αποβάλλει επίτηδες όλη τη περηφάνια που συνήθως προβάλλω προς τα έξω. Δεν ξέρω τι  να κάνω, νομίζω ότι το καλύτερο είναι να έρθω σε επαφή με τους άλλους. Μόνος μου αποκλείεται να βρω λύση πάντως.
Στην πλατεία συναντάω τον Μίλτο που με καλεί να κάτσω δίπλα του, έναν μουστακαλή μάγκα  που έχει πιάσει στασίδι απ' το πρωΐ και πίνει μπύρες, ενώ προφανώς ζητάει παρέα και άλλοθι για να συνεχίσει να πίνει...Πείθομαι εύκολα μιας και η βούλησή μου έχει αποδυναμωθεί.
Αρχίζω να πίνω άκριτα. Θέλω να ξεχάσω αυτό που είμαι. Δεν τον γουστάρω τον εαυτό μου, θέλω να γίνω κάτι άλλο. Αρχίζω να συμπεριφέρομαι περίεργα. Οι άλλοι το καταλαβαίνουν. Γελάνε ειρωνικά Παραδίπλα σε μια παρέα-πήρε τ' αυτί μου- συζητάνε για μένα ότι έριχνα χώμα και ξύλα σε κάτι λακκούβες και έσπαγαν τα διαφορικά των διερχόμενων αυτοκινήτων Ένας άλλος με παρομοίασε με σκαντζόχοιρο.. Γελάνε ειρωνικά και σκουντάει ο ένας τον άλλον. Κάνω λίγο έτσι να χορέψω για πλάκα. Ένας μου βάζει τρικλοποδιά και πέφτω κάτω. Όλα γυρίζουν γύρω μου.....
Σε λίγο σκάει μύτη στην πλατεία ένα σαραβαλιασμενο αμάξι και σταματάει. Βγαίνει ένας τύπος άγνωστος που τρεκλίζει σα να έχει χτυπήσει.« Έπεσα σε κάτι λακκούβες εδώ πιο πάνω στο δρόμο» εξηγεί. «Τι μου λες σοβαρά ; Απίστευτο» απαντούν με υποκρισία οι χωριανοί σα να μην ξέρουν τίποτα...
Εγώ νιώθω μια αγαλλίαση να διαπερνά τα σπλάχνα μου ! Ο πόνος στο κεφάλι εξαφανίστηκε και νιώθω δικαιωμένος....Θα σας δείξω εγώ λέω. Κάτι σαν αγκάθια φανήκαν γύρω απ' το σώμα μου....

εννέα δια δέκα λογάριθμος του οκτώ

-Περάστε, καθήστε...
-Ευχαριστώ, πως βρέθηκα εδώ, ονειρεύομαι ?
-Όχι δυστυχώς δεν έχετε ζήσει πιο Πραγματική Πραγματικότητα !!!!!
-Ποιος είστε ?
-Θα καταλάβετε σιγά-σιγά...
-!!!!!
-Αυτή τη στιγμή οδηγείτε την μηχανή σας...
-Ναι, ναι το θυμάμαι... Αλλά πως βρέθηκα εδώ ?
-Όμως κάτι δεν πηγαίνει καλά ..
-Γιατί δεν οδηγάω τώρα ?
-Όπως σας είπα, κάτι δεν πήγε καλά...
  Κοιτάξτε, θυμάστε μπροστά ένα Opel Vectra λευκό ? Λοιπόν ο οδηγός μιλούσε στο κινητό. Κάποια στιγμή αφηρημένος έστριψε απότομα δεξιά για ν' αποφύγει τον σταματημένο μπροστά, εσείς για να τον αποφύγετε ελιχθήκατε απότομα δεξιά, ένα φορτηγό σας είδε ξαφνικά και .........καταλαβαίνετε τη συνέχεια.
-Και παρακάτω ? Τώρα που είμαι ?
-Είστε λιπόθυμος στο δρόμο. Περιμένετε ασθενοφόρο.....
  Σε λίγο πεθαίνετε εκτός κι αν συμβεί κάποιο θαύμα ....
-...........
-Τώρα νομίζω καταλαβαίνετε που βρίσκεστε....
-ναι......νομίζω....
-Μήν το παίρνετε βαριά. Κάποια στιγμή θα συνέβαινε.
-Ναι αλλά γιατί ΤΩΡΑ !!!!!!!
-Τυχαίο ! Μια συγκυρία από παράγοντες : η ζέστη, η αφηρημάδα, η κακή σήμανση, η ταχύτητα, το άγχος. Όλα μαζί.
-Υπάρχει κάποια πιθανότητα να......?
-Κουνάει αρνητικά το κεφάλι του και σουφρώνει τα χείλια του. 
-Οι γιατροί, τα μηχανήματα ανάνηψης, αν προλάβει το ασθενοφόρο ?
-5 τοις χιλίοις.
-Α ! τόσο καλά.
-Ποτέ δεν είχε αυτή η χώρα σωστό σύστημα υγείας.
-Και τότε ?
-Τι τότε ?
-Εδώ, τώρα, αυτή τη στιγμή είμαι ζωντανός ή τουλάχιστον έτσι νιώθω.Τι κάνω εδώ ακριβώς ?
-Τίποτε, απλά μια διανοητική συζήτηση.Γνωρίζουμε ότι πάντα είσασταν θεωρητικός τύπος και αναρωτιόσασταν για τα πάντα !
-Μη χρησιμοποιείτε σας παρακαλώ αόριστο !!!
-Εντάξει, εντάξει γνωρίζουμε ότι είστε θεωρητικός τύπος, και είπαμε πριν το ......καταλαβαίνετε να σας προετοιμάσουμε με μια συζήτηση.............Κάναμε μια εξαίρεση σε σας.
-Καλωσύνη σας......Ήθελα να ζήσω ακόμη. Εγώ , είχα ....έχω δεν ξέρω πως στο διάλο να το πω, έχω σχέδια για τη ζωή. Θέλω να δημιουργήσω, να γνωρίσω τον κόσμο, να αισθανθώ....Είναι κακό αυτό ?
-Όχι, καθόλου. Αλλά αυτά τα πράγματα είναι έτσι.
-Έχω υποχρεώσεις, μια οικογένεια, έχω και κάτι κληρονομικά να διευθετήσω !
-Κάνει μια γκριμάτσα.
-Δεν είναι σωστό αυτό, είναι ΑΔΙΚΟ !!!!!!! είναι ΑΔΙΚΟ !!!!!! Άλλοι καπνίζουν, πίνουν και είναι μια χαρά, κάθε μέρα ρισκάρουν και συνεχίζουν να ζουν. Γιατί σε μένα ρε πού.....!!!! Γιατί ?
  Λοιπόν, ξέρεις τι θα κάνω τώρα ? Θα σου βαρέσω μια γροθιά και θα το σκάσω απ' αυτό το γελοίο πληκτικό χώρο !!! Δεν με νοιάζει τίποτα.
-Σας συμβουλεύω να κάτσετε ήσυχος, αν κινηθείτε έτσι θα επισπεύσετε τα πράγματα. Εγώ σας φέρομαι νομίζω καλά ! Άλλωστε κοιτάξτε γύρω σας ! Δεν υπάρχει καμιά διαφυγή.Βλέπετε καμιά πόρτα ? Κανένα παράθυρο ?
-ΟΧΙ.... Αρχίζει να συνειδητοποιεί την πραγματικότητα.Πιάνει με τα δυο χέρια το κεφάλι του.
  Ξεσπάει σε λυγμούς....
  ΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑ  γιατί ρε γαμώτο. Γιατί τώρα,γιατί τώρα, γιατί τώρα,έτσι ξαφνικά ?
  ΘΕΛΩ ΝΑ ΖΗΣΩΩΩΩΩΩΩΩΩΩΩ !!!!!
  Σηκώνεται. Δίνει μια κλωτσιά στην καρέκλα.
  ΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑ γιατί ρε πού..... !!!!!
  Εσύ ποιος είσαι, εσύ ποιος είσαι, ήρθες να κάνεις πλάκα με την κακομοιριά μου ?
-.........
-Κρυώνω, δεν είμαι καλά, κρυώνω.
-Είστε καλός άνθρωπος. Πάντοτε είσασταν. Και προσπαθήσατε για το καλύτερο.
-Σκάσε, σκάσε !!!!!!!! σήκω φύγε !!
-...........
-Γυρίζει τον κοιτάζει. Ποιος είσαι συ ρε πούσ... ? Μήπως έκανα κάτι κακό και πληρώνω γι αυτό ?Δώσε μου μια ευκαιρία, δως' μου μια ευκαιρία σε παρακαλώ......Και ότι θες από μένα Σου υπόσχομαι από δω και πέρα θα είμαι καλύτερος !. Μην το κάνεις σε παρακαλώ ! Πέφτει στα τέσσερα και του φιλάει τα πόδια. Σε παρακαλώ μη μ' αφήσεις !!!!
-Δεν μπορώ να κάνω πολλά πράγματα.¨Ομως ας περάσουμε στα τυπικά: θα χρειαστείτε ένα παράβολο των 10  κι ένα χαρτόσημο των 2, 30 ευρώ.
-Συνεχίζει, αγκαλιάζει τα πόδια του.Δωσ'μου μια ευκαιρία. Μια τελευταία ευκαιρία.
-Καλά, καλά θα πάρω ένα τηλέφωνο. Αλλά δεν εγγυώμαι τίποτε.
-Σηκώνεται, ξεσκονίζεται και κάθεται πάλι Παρατηρεί όλες του τις κινήσεις με ένταση. Σας ευχαριστώ, σας ευχαριστώ !!!!!!!
-Έλα, έλα. Έχω δω τον κύριο του ατυχήματος με την μηχανή. Πριν από λίγο.
-Ναι, ναι.........τι σας λέει ? Τα μάτια του γυαλίζουν.
-Κατεβάζει το τηλέφωνο.Δυστυχώς κύριε το ασθενοφόρο καθυστερεί. Όμως αν σας παρηγορεί αυτό,
  από πάνω σας βρίσκεται μια πολύ όμορφη γυναίκα και σας χαϊδεύει. Κλαίει...... Εσείς όμως .........
-Σκύβει πάλι κάτω.
-Λοιπόν ? (Πολύ σοβαρός).
-Τι λοιπόν ?
-Έχετε λίγα δευτερόλεπτα ακόμη
-Κουνάει καταφατικά το κεφάλι.
-Πως είναι αυτή ?
-Όμορφη, μελαχρινή και φορά ένα δροσερό, καλοκαιρινό φουστάνι.
-Πως είναι ο ουρανός ? έχει σύννεφα ?
-Οχι..
-Πως μυρίζει γύρω ?
-Καυσαέρια τι άλλο και λίγο ψημένο καλαμπόκι............Πρέπει να φύγουμε.
-Απ' το σημείο που είμαι φαίνεται η θάλασσα ?


Ο ήρωας σιγομουρμουρίζει παρά απαγγέλλει :

Ένα γαλάζιο φως που κατεβαίνει
τύμπανα παίζουν ρυθμικά και λυπημένα
χιλιάδες ψίθυροι που σέρνονται σα σκούπα
το μάτι του κροκόδειλου ακίνητο επιμένει
μια έμμονη ιδέα τρυπάει το μυαλό
9 δια 10 λογάριθμος του οκτώ.









Θεούλη μου

Ο Σάββας έσκυψε κάτω απ' το κρεβάτι του για να βρει τις παντόφλες του. Εκεί στο ξαφνικό σκοτάδι του φάνηκε ότι ξεχώρισε ένα μαλλιαρό τέρας με γαμψά νύχια και φωσφορίζοντα μάτια. Τρόμαξε !
Δε βαριέσαι η ιδέα μου είναι είπε....
Συνέχισε να ετοιμάζεται, έκανε μηχανικές κινήσεις. Στον καθρέπτη μπροστά υποκρίθηκε τον πυγμάχο κουνώντας χέρια και πόδια ρυθμικά σα να χτύπαγε το είδωλό του.
Προετοιμαζόταν για την μεγάλη μάχη. Την καθημερινή μάχη με τον κόσμο.Όμως ο κόσμος όλος αυτή τη στιγμή κουλουριαζόταν με μυστήριο τρόπο στον εαυτό του.Και αυτός ο φίλος, ο κολλητός, ο εξομολόγος, ο συμπαραστάτης γινόταν ξαφνικά εχθρός.Επικριτικός και ειρωνικός. Σαν κάτι ξεχωριστό και αντίθετο απ' αυτόν. Καθημερινά τον διατηρούσε σε συνεχή εγρήγορση, σε κίνηση, σε επιθετικότητα. Ζητούσε απ' αυτόν να επαληθεύσει την μαχητικότητά του, το σθένος του, τη δύναμή του...
Τώρα ήταν έτοιμος.
Κάθε μέρα πριν απ' τη δουλειά και πριν να ξεκινήσει είχε καθιερώσει τελευταία την καθημερινή προσευχή :
"Θεέ μου, βοήθησέ με να ανταπεξέλθω και σήμερα στις καθημερινές δυσκολίες, να είμαι δυνατός, να μ' εκτιμούν οι άλλοι και να με σέβονται. Βοήθησέ με να κάνω σωστά πράγματα, να προσέχω τον εαυτό μου αλλά και να βοηθάω τους άλλους όσο μπορώ".
Είναι μαγικές οι λέξεις, σκέφτηκε. Πραγματικά, είναι αξιοθαύμαστο πόση δύναμη έχουν οι λέξεις. Έχουν μια δική τους ισχύ που έρχεται απ' το υπερπέραν, όμως όταν λέγονται κι ακούγονται από κάποιον μοιάζει σαν να κτίζουν ένα οικοδόμημα μεσ' τη ψυχή που είναι δύσκολο να καταρρεύσει.
Ήθελε να είναι καλός και σωστός με τους άλλους ! Όμως αυτό δεν ήταν πάντα εύκολο να γίνει.Πολλές φορές η καλοσύνη εκλαμβάνεται για αδυναμία.Πρέπει να ισορροπείς ανάμεσα στο κύρος και την ευαισθησία, στην προσωπική αξιοπρέπεια και στο δόσιμο. Μόνον ο Θεός του εγγυόταν μια τέτοια ισορροπία.
Τώρα δεν φοβάμαι τίποτα !
Σε λίγη ώρα βρισκόταν στο νοσοκομείο στο χώρο ανάπαυσης όπου οι εργαζόμενοι έπιναν καφέ μέχρι να ξεκινήσουν τη δουλειά. Πλάκα και χαβαλέ με τους άλλους που έκαναν την καρδιά τους πέτρα να ξεπεράσουν την καθημερινή αηδία του να κάνεις μια δουλειά υποδεέστερη. Χρήσιμη πολύ και για ικανούς και άξιους μεν αλλά πολύ υποτιμημένη δε. Το κυριώτερο όμως που χρειαζόταν αυτή η δουλειά ήταν ν' αγαπάς και να ανέχεσαι τους ανθρώπους. Αυτό δεν ήταν όμως πάντα αναμφισβήτητο.
Λέγανε λοιπόν κάνα δυο σαχλαμάρες, για να περάσει η ώρα, για ποδόσφαιρα, γεγονότα κοινωνικά, κουτσομπολιά για διάσημους.
Κάποια στιγμή οι άλλοι τον πειράζανε και λίγο. Ήθελε να είναι αγαπητός στην παρέα, να αισθάνεται ότι ανήκει κάπου. Ότι τον έχουν ανάγκη.
-Θα πω ένα ανέκδοτο λέει.
-Ωωωωωωωω οι άλλοι.
-Σσσσσ παιδιά θα γελάσουμε.
Ήταν ένας Αμερικάνος, ένας Γάλλος κι ένας Έλληνας.
Πέσανε με αλεξίπτωτο σε μια ζούγκλα και τους βρήκαν κάτι καννίβαλοι.Αναρωτιόντουσαν λοιπόν ποιον θα φάνε πρώτα. Οπότε ακούνε σε μια στιγμή. Εγώ λέει ο Έλληνας.
Οι καννίβαλοι τρώνε πρώτα τον Γάλλο.
Μετά από λίγο, οι καννίβαλοι αναρωτιόνται ποιον θα φάνε πάλι.
Εγώ λέει πάλι ο Έλληνας.
Τρώνε τον Αμερικάνο.
-Και μετά και μετά ?
-Εεεεεεε, ξξξξξξέχασα τη συνέχεια.Δεν τη θυμάμαι !
-Ουυυυυυυυ..
Ένα λευκό πανί είχε κατέβει στο μυαλό του. Θύμωσε με τον εαυτό του. Κοκκίνησε !
Οι άλλοι γελούσανε και έκαναν πλάκα. Ξεκίνησαν για δουλειά. Αυτός πήγε μόνος του στα αποδυτήρια.
Προφασίστηκε ότι ξέχασε τα τσιγάρα του ή κάτι τέτοιο.
Άνοιξε το ντουλάπι του και χτύπησε με δύναμη το κεφάλι του στο αλουμίνιο. Μπουουπ ! Το ντουλάπι στράβωσε λίγο.Δύο δάκρυα φύγανε απ' τα μάτια του.Έριξε λίγο νερό στην μούρη του και αμέσως μετά τα είχε ξεχάσει όλα.
Έσφιξε τις μπουνιές του και βγήκε.
-Σάββα η ομάδα σας χθες ήταν φοβερή ! Του λέει ένας γιατρός.
-Εσείς μη μιλάτε καθόλου, είστε οι καλύτεροι πελάτες μας.
Πήρε ένα φορείο, πέταξε ένα σεντόνι πάνω, ίσιωσε το στατό και ξεκίνησε να παραλάβει τον άρρωστο.
Τράβηξε για τη φισούνα προς την Πανεπιστημιακή κλινική.
Ένας άνθρωπος που σέρνει ένα  φορείο. Αισθάνθηκε λίγο σαν γάίδαρος. Πιο πολύ απ' τις κρύες, ταπεινωτικές ματιές των άλλων.
Δε βαριέσαι, ξανασκέφτηκε είμαι δυνατός και κάνω κάτι που δεν μπορούν οι υπόλοιποι !
Έδωσε δύναμη και το φορείο πετάχτηκε με ταχύτητα.
Μισούσε όλο τον κόσμο. Μισούσε τη ζωή του, τη δουλειά του, την καταραμένη μοίρα που τον έφερε σ' αυτή τη θέση να κουβαλάει ένα φορείο σα χαμάλης. Και μή χειρότερα, έλεγαν οι άλλοι !
Όχι εγώ θέλω το καλύτερο.Γιατί όχι ? Γαμ.... την τύχη που μ' έφερε δω να υπομένω τις παραξενιές του καθ' ενός, να με βρίζουν οι γιατροί, να έχουν παράπονα οι αδελφές προϊσταμένες, όλοι να με διατάζουν. Πήγαινε κει, κάνε αυτό, κάνε εκείνο.
Αυτά σκεφτόταν εκείνο το πρωϊνό που έσερνε το σταυρό του, το φορείο και βαριανάσανε να τρέξει γρήγορα. Η μόνη ανταμοιβή του η καταξίωση του φιλοδωρήματος. Να εγώ βγάζω τόσα έλεγε στους γνωστούς !
Του άρεσαν τα λεφτά!Τα θεωρούσε ανταπόδοση για την απέχθεια που του δημιουργούσε η δουλειά του.
Άλλωστε, όλος ο κόσμος γι αυτά δεν πάλευε όλη την ώρα? Οι γιατροί που είναι και μορφωμένοι, γι αυτά δεν έκαναν τούμπες, δεν έλεγαν ψέμματα,δεν απαιτούσαν, δεν εκβίαζαν? Γιατί όχι κι αυτός?

Τι άδικος κόσμος ! Υπήρχε μια ιεραρχία σ' αυτή τη δουλειά κι ο καθένας λογοδοτούσε σε κάποιον άλλο, όπως στο στρατό. Ξέχωρα από την καθημερινή φυσική διάκριση και ιεράρχιση βάσει της προϋπηρεσίας στη δουλειά, των χρόνων της ηλικίας ή του τσαμπουκά που έχει ο καθένας...
Ένα χάος βασίλευε σ' αυτό το νοσοκομείο. Πως γίνονταν οι δουλειές, οι εξετάσεις, τα χειρουργεία είναι εκπληκτικό. Στα εξωτερικά ιατρεία ουρές. στο ακτινολογικό ουρές, ζητιάνοι, περίεργοι, γύφτοι, αργόσχολοι, τακτικοί θαμώνες συνέθεταν ένα σκηνικό "αυλής των θαυμάτων".Φασαρία, φωνές, παράπονα τα είχαν με τους γιατρούς, το προσωπικό, το Κράτος. Έβριζαν, πονούσαν, φώναζαν, παρακαλούσαν, άνθρωποι που νοιώθανε το θάνατο να τους αγγίζει ή αδύναμοι και πονεμένοι, παρατημένοι στο έλεος του Θεού.Γέροι ανήμποροι χαμένοι στην άνοια, να τρέμουν και να βογγάνε.
Τι ψυχική δύναμη έπρεπε να έχει κάποιος για να εργάζεται κάθε μέρα εδώ πέρα !
Ανά πάσα στιγμή σου φορτώνανε οι γιατροί τα λάθη τους, φωνάζανε υστερικά δίχως λόγο- αγχωμένοι-πολύ εύκολα πλήρωνες την πονηριά και την λούφα των συναδέλφων. Έπρεπε να ήσουν ακέραιος πραγματικά άνθρωπος για να επιβιώσεις αλώβητος. Και χωρίς να κάνεις κάτι κακό στους ανθρώπους.
Αυτή η δουλειά λοιπόν ήταν "ανθρωπιστική" αλλά και σιχαμερή, ήταν για ευαίσθητους και ψυχοπονιάρηδες αλλά και για ψύχραιμους, ήταν για άγιους αλλά και διαβόλους.
Την ίδια στιγμή που έπρεπε να βοηθήσεις δεκάδες ανθρώπους που δεν ήξερες καν την πάθησή τους, έπρεπε και να διαφυλάξεις τη ψυχική σου υγεία, να κάνεις απλά τη δουλειά που σου αναθέτουν παραμελώντας την ευαισθησία σου γι' ανθρώπους πεσμένους κάτω, γι άλλους που πονάνε που δεν ξέρεις τι ανάγκη έχουν ακριβώς.Είχε δει ανθρώπους ξαφνικά να σωριάζονται νεκροί, απ' την πολύωρη αναμονή, είχε δει κοπέλες σαν τα κρύα τα νερά να ουρλιάζουν και να ξεβρακώνονται, είχε δει τραυματισμένους να χάνουν αίμα και να χάνονται απ' την εγκατάλειψη.
Όλ' αυτά βέβαια ο Σάββας τα ήξερε, τα βίωνε καθημερινά, αλλά δεν είχε ούτε τη διάθεση, ούτε την πνευματική διαύγεια να τα αναλύσει  και να τα περιγράψει. Αλήθεια δεν τον ενδιέφεραν καν. Όπως είπαμε στην αρχή, προσπαθούσε να είναι σωστός, αλλά και δυνατός ασφαλής από τους κινδύνους.
Να βοηθάει όσο μπορεί, αλλά μέχρις ενός σημείου. Όπου δεν παθαίνει αυτός καμιά ζημιά.
Και σίγουρα έτσι μπορούσε κάποιος να επιβιώσει σ' αυτή τη δουλειά !
Έφτασε λοιπόν στην κλινική με βαριά διάθεση. Στο κρεβάτι ήταν ένας γέρος με άνοια, έτρεμε ολόκληρος και τα άκρα του ήταν σε κάμψη. Με το ζόρι άκουγε, αλλά με πιο πολύ ζόρι καταλάβαινε. Μια μυρωδιά ανάμικτη με κάτουρο, ιδρώτα, σκατά αλλά και σαπούνι σου τρυπούσε τη μύτη.
Ο Σάββας τον άρπαξε σηκωτό και τον έβαλε στο φορείο.Εοοοππ !
Ο γέρος φοβήθηκε και τραύλιζε ! Του φόρεσε μια ρόμπα για να μην κρυώνει τον σκέπασε καλά και τράβηξε για την αντίθετη διαδρομή από κείνη που ήρθε. Τον πήγε στο ακτινολογικό.Έλα μπάρμπα να πάμε σιγά-σιγά στο τραπέζι. Είπε και σκέφτηκε την πονεμένη μέση του. Ο γέρος ανάσκελα, σιγά-σιγά με κινήσεις της πλάτης και του πισινού μετακινήθηκε.Καθώς όμως μαγκώθηκε σ' ένα σιδεράκι η ρόμπα του, έπεσε απ' την τσέπη ένας φάκελος.
Ο γέρος δεν πήρε χαμπάρι.
Ο Σάββας τον άνοιξε σιγά-σιγά με προφυλάξεις. Είχε λεφτά, πολλά λεφτά. Το σκέφτεται λίγο....Ο γέρος ασυνόδευτος. Τα βάζει στην τσέπη του.
Έρχεται ο ακτινολόγος.Βγαίνει έξω για να μη φάει ακτινοβολία και ξαναμπαίνει.Παίρνει το γέρο σα να μην τρέχει τίποτε.Τον επιστρέφει στην κλινική.Εκεί συναντάει την Τούλα.Την όμορφη κόρη του γέρου. Μελαχροινή, ήρεμη, γλυκειά. Έμεινε λίγο και την κοίταζε. Τον κοίταξε κι αυτή λίγο...
Πηγαίνει στην τουαλέτα λίγο δήθεν να πλυθεί. Κοιτάζει λίγο τον εαυτό του στον καθρέφτη.Χτενίζεται και φτιάχνεται.Πω πω τι γυναίκα, τι κουκλίτσα είν' αυτή ! μονολογεί. Δεν του αρέσει το ύφος του. Κρύβει το πρόσωπό του στις παλάμες.Ξεφυσάει !
Ρίχνει λίγο νερό στα μάτια του. Σκουπίζεται. Νοιώθει τύψεις. Βγαίνει απ' την τουαλέτα και κατευθύνεται προς το θάλαμο. Το αποφασίζει.
-Δεσποινίς μπορώ να σας μιλήσω ?
-Ορίστε.
-Ιδιαιτέρως σας παρακαλώ !
-Μάλιστα. Χαμογελαστή και τον κοιτάζει κατ' ευθείαν στα μάτια.
-Βρήκα αυτόν τον φάκελο κάτω και μάλλον είναι του πατέρα σας. Τον φύλαξα στην τσέπη μου γιατί ξέρετε υπάρχουν κακοί άνθρωποι, ο παππούς ήταν μόνος, ξέρετε τώρα.
-Α σας ευχαριστώ πολύ.Ανοίγει το φάκελο και κοιτάζει τα λεφτά.
-Εμείς κοιτάμε τη δουλειά μας και την κάνουμε με τον καλύτερο τρόπο.
-Ξέρετε κρατήστε αυτά (του δίνει ένα χαρτονόμισμα)
-Όχι, όχι μα τι λέτε ! Υποχρέωσή μου.
Δεσποινίς...
-Ορίστε.
-Λέγομαι Σάββας, αν ποτέ χρειαστείτε κάτι εδώ, θα με βρείτε στα ιατρεία. Εσάς ?
-Τούλα.Εδώ στα ιατρεία λοιπόν.Εντάξει.
-Γειά σας χάρηκα.
-Και γω γεια σας.
-Θεούλη μου !!!!


Scania

Στερέωσε το ένα πόδι στο σκαλοπάτι του SCANIA πιάστηκε απ' το χερούλι της πόρτας και πήδηξε πάνω.
Ετριψε τα χέρια του να ζεσταθούν, χτύπησε κι ένα παλαμάκι και κατευθείαν έβαλε το ράδιο στους 102,5 στο ράδιο νίγκρο για κανένα καψούρικο...
Έβγαλε απ' το ντουλαπάκι ένα siesta frappe, το γέμισε με νερό και το χτύπησε γρήγορα-γρήγορα.
Σιγά τον καφέ μονολόγησε παράλληλα με τον τραγουδιστή που σπάραζε :
                                     Άσε με μόνο μου
                                     πες την αλήθεια καθαρά κι άσε με μόνο μου
                                     εγώ χω μάθει να παλεύω με τον πόνο μου
                                     δεν με κατάλαβες
                                     πάντα τις εύκολες καρδιές μονάχα διάλεγες,
                                     δεν με κατάλαβες....

  ΠΑΛΙΟΠ.......ΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑ   !!!!!!!!!!!!!

Άναψε ένα τσιγάρο και χτύπησε θεατρινίστικα το κεφάλι του στο τιμόνι. Όχι πως ήταν και καλά, αλλά εντάξει ...Είχε δυό άκρες που λέει ο λόγος : το φορτηγό του, δυό φίλους, τη μάνα του...
Έβαλε μπροστά και περίμενε λίγο να ζεσταθεί το θηρίο.
Τι ωραία που αισθανόταν εδώ πάνω !!!
Πραγματικά εδώ ήταν βασιλιάς. Δεν υπολόγιζε τίποτα. Δεν φοβόταν τίποτα. Μπορούσε ανά πάσα στιγμή να πατήσει κάποιον, να λειώσει ένα όχημα και να συνεχίσει ήσυχος το δρόμο του.
Είχε μια δύναμη στα χέρια του και δεν υπολόγιζε τίποτα.
Μόλις ανέβαινε στο φορτηγό του, άλλαζαν κατ' ευθείαν οι όροι. Δεν ήταν ο Βαγγέλης ο αληταράς, ο απατεώνας, ο αμόρφωτος. Ήταν ο κύριος Βαγγέλης, ο άρχοντας, ο δυνατός.
Γι αυτό το αγαπούσε το φορτηγό του.
Το πρόσεχε, το καθάριζε, τα πάντα-όλα, τα service, τα λάστιχα, τα ηλεκτρικά ...
Έβαλε μπροστά.Βγήκε απ' το στενό, στον κεντρικό δρόμο, χτύπησε μια γερή κόρνα στον μα...... μπροστά για να ξυπνήσουν τα αίματα πρωϊ - πρωϊ :
Θα σου κάνω ένα πισωκολλητό ρε π.....η μου !!!
              Άντε ρε καραγκιόζη !
Τον ενοχλούσαν όλοι και όλα.
              Άντε μωρή καρ..... Να σου χώσω μία !
Ανυπομονούσε να ξεφύγει.Από όλους . Να ξεφύγει απ' την κίνηση, απ' την ρουτίνα, απ' τη ζωή.
              Άντε ρε κωλοφάναρο, άναψε επιτέλους...
Τι κάνεις τόση ώρα μωρή μου......  !
Άντε γαμ...., άντε γαμ.... !
Κοίτα τον άνθρωπο, ρε κοίτα τον άνθρωπο που έχει παρκάρει ! Να του δώσω μία να τον κάνω αλοιφή !
Είμαστε ρε πού...., άνθρωποι είμαστε ? ζώα είμαστε, ζώα !
Ολόκληρος δρόμος και έχει μείνει μια λωρίδα απ' τα παρκαρισμένα αυτοκίνητα.
Γαμώ τους πολιτικούς σου και την αστυνομία. Δεν υπάρχει τίποτα σ' αυτή τη χώρα !
Χτυπάει το κινητό (μελωδία καψουρατράγουδου)........κοιτάζει το νούμερο....Αυτή είναι.Η Μαρία.
Δεν το σηκώνει επίτηδες : Χτυπήσου μωρή, χτυπήσου !
Το κινητό συνεχίζει να καλεί, τρείς φορές.
Χτυπήσου μωρή !!!!
Ωραίο το φορτηγό, αλλά στο μποτιλιάρισμα είναι δοκιμασία για τα νεύρα. Δεν μπορείς να ελιχθείς, να προσπεράσεις, τίποτα.
Μόνο να τραγουδήσεις μπορείς :
                              Δεν με κατάλαβες
                              πάντα τις εύκολες καρδιές μονάχα διάλεγες
                              δεν με κατάλαβες
Βλέπει μια κοπέλα στο πεζοδρόμιο κουνιστή και λυγιστή. Μου..... μουουου !
Άντε ρε πού...., άντε γα... το. Χτυπάει πάλι την κόρνα ! Βουουουουουουουουουου!!!!!!!!!
Πρέπει να περιμένω τώρα και τα κωλόπαιδα να περάσουν για το σχολείο !
Ανάβει τσιγάρο.
Χτυπάει πάλι το κινητό.Είναι η Μαρία. Πάλι δεν το σηκώνει. Χτυπήσου μωρή ! χτυπήσου !

Επιτέλους ελεύθερος δρόμος. Το πατάει γερά.
Άντε γαμήσου πρωϊ-πρωϊ με το ποδήλατο, απευθύνεται σε μια ποδηλάτισσα. Στρίβει στον παρακάτω δρόμο. Όμως μπροστά του βρίσκεται ένα Ι.Χ. και του έχει κλείσει το δρόμο. Ο οδηγός του ξεφορτώνει κάτι κουτιά, ανέμελα σα να μην τρέχει τίποτα.
Του σφυρίζει. Αυτόs δεν δίνει σημασία και συνεχίζει να σκαλίζει κάτι στο πόρτ-μπαγκάζ.
Του ξανασφυρίζει : Βουουουουουουουουουου
-Αυτός δεν αντιδρά.
-Ε τώρα θα φάς της χρονιάς σου !
Αφήνει το φορτηγό και κατεβαίνει : Ρε μεγάλε τι θά γίνει ? Στ' αρ.... σου μας γράφεις ?
-Καλά περίμενε λίγο δυό κιβώτια έχω να βάλω.
-Οχι ρε φίλε δε θα βάλεις δυό κιβώτια. Θα κάνεις στην άκρη πρώτα και μετά κάνε ότι θές ....,
-Καλά τώρα είσαι σοβαρός ? Σου λέω δυό κιβώτια έχω, ένα λεπτό υπόθεση.
-Λοιπόν φεύγεις τώρα, ή θα δείς τον ουρανό σφοντίλι !
-Κάνε μου τη χάρη σε παρακαλώ ! Και του κάνει μια απαξιωτική κίνηση.
-Α εσύ δεν τρώγεσαι !
Τον πιάνει απ' το γιακά και τον χτυπάει τρείς φορές στην πόρτα του αμαξιού. Του ρίχνει κουτουλιά και τον πετάει κάτω.
-Ο άλλος κάτω σφαδάζει.... Ρε είσαι τρελόοοοοοος ? Βοήθεια,  βοήθεια !!!
-Του ρίχνει μια κλωτσιά στα πλευρά.
-Αυτός λιποθυμάει.
Μαζεύεται κόσμος και σπρώχνει τον παλληκαρά να υποχωρήσει. Παράλληλα ακούγονται νουθεσίες.
Τι σου έκανε ! Έπρεπε να τον σκοτώσεις ?
Σιγά ρε φίλε ! Τόσα πολλά νεύρα πια ! Το θύμα είναι πεσμένο, λιπόθυμο, ματωμένο.
Ο Βαγγέλης δεν χάνει την ψυχραιμία του. Σαν να είχε χαιρετήσει έναν παλιό φίλο. Μπαίνει στο αυτοκινητάκι, το βάζει μπρός και το παρκάρει κάπου στο πλάϊ. Μετά ανεβαίνει στο φορτηγό και ανοίγει τη δεξιά πόρτα. Φορτώνεται τον τραυματία και τον βάζει στο δεξιό κάθισμα του φορτηγού. Ο κόσμος από κάτω φωνάζει : εγκληματία, κωλοφορτηγατζή .....
Γαμώ την τύχη μου !
Παίρνει το 166.
Ποιό νοσοκομείο εφημερεύει ?
Ο Ευαγγελισμός ? Βάζει μπροστά για κεί ...

Σε λίγο φτάνει. Τον πάει στα επείγοντα και τον φορτώνει σ' ένα φορείο. Οι άλλοι νομίζουν ότι είναι συγγενής. Τον πάει στους γιατρούς και όταν τον ρωτάνε τι συνέβη απαντάει : είχε ένα μικρό ατύχημα.
Περνάει κανονικά από ακτινογραφίες, υπέρηχο, αξονικό.Έχει σπάσει δυό πλευρά κι έχει μια μικρή διάσειση.
Θα τον κρατήσουν προληπτικά μια μέρα στο νοσοκομείο.Ο Βαγγέλης εκει. Από πάνω. Τον περιθάλπει και τον χαϊδεύει σαν αδελφό.
Μόλις συνήλθε λίγο τον ρώτησε πως τον λένε, του χαμογέλασε. Τον λένε Νίκο.
-Νίκο μην ανησυχείς για τίποτε. Εδώ είμαι γώ. Θέλεις κάτι ?
-Πάρε το κινητό μου και ειδοποίησε τη γυναίκα μου....
-Εντάξει ...πως τη λένε ?
-Βούλα.
-.........Ναί η κ.Βούλα ? Συγνώμη λέγομαι Βαγγέλης. Παίρνω απ' το κινητό του Νίκου, είμαι ένας φίλος , ναι ξέρετε ο Νίκος είχε ένα μικρό ατύχημα και είναι στον Ευαγγελισμό....τίποτα σπουδαίο....ναι ναι ....στον 3ο όροφο....ναι σας περιμένουμε.

Ο Βαγγέλης στριφογυρνάει στο χώρο αναμονής. Είναι τρελός για τσιγάρο.
Κάποια στιγμή καταφθάνει και η Βούλα : Περιποιημένη, πεταχτή, καλοβαλμένη.
Χαίρεται ! είστε ο κ.Βαγγέλης ?
-Μάλιστα, δεν έτυχε μέχρι στιγμής να γνωριστούμε, έγινε τώρα σ' αυτές τις συνθήκες !
-Τι συνέβη αλήθεια ?
-Ούτε και ξέρω καλά-καλά. Κάποιο ατύχημα. Όμως έτρεξα να του συμπαρασταθώ !
-Το βλέπω και σας ευχαριστούμε πολύ γι αυτό, λέει με λάγνα μάτια....
Ας πάμε μέσα.....Εδώ είναι ο αρρωστούλης. Φιλάρα τι σού χω δώ ! η γυναικάρα σου !
Την ακουμπάει  στην πλάτη και τη χαϊδεύει ελαφρά !
-Τρέχει κοντά στο κρεβάτι ....Νίκο μου , πως είσαι ? Του χαϊδεύει το κεφάλι.
-Α μπου μα δε ....κάτι μουρμούρισε.
-Εμαθα, έμαθα κάνε υπομονή θα συνέλθεις !
-Μουουου...
-Μην ανησυχείς, όλα θα πάνε καλά, είναι εδώ και ο φίλος σου ο Βαγγέλης.
-Ο Βαγγέλης από πίσω συνεχίζει να χαϊδεύει τη Βούλα.


Το σοκολατένιο ρολόι

Η Σιταμό ζούσε στο Πραλαβί μια μικρή χώρα με λίγους κατοίκους αλλά πολλά σαφλεκάνια. Αγαπούσε όλη την ώρα να περιδιαβαίνει στην εξοχή ανάμεσα στους τεράστιους βόλακες και τους λούς…
Έπαιζε συνέχεια με το ξόϊ της και πετούσε με το σιμπέρ από τη μία άκρη της χώρας στην άλλη.
Ανά πάσα στιγμή έμπαινε μέσα της και μεταμορφωνόταν σε αγόρι, στον όμορφο Τίκρο.
Της άρεσε να ξεγυμνώνεται και να στέκεται κάτω απ’το ζεστό κιρπάτσκοτ. Μια ηδονική αίσθηση διέτρεχε τη ραχοκοκαλιά της.
Όλα ήταν ωραία.Το κρύο, το ζεστό, το λευκό, το μαύρο, το ίσιο, το στραβό, το χρωματιστό.
Ο κόσμος γύρω της δεν ήταν δυνατόν να περιγραφτεί.Δεν υπήρχαν κλειστά σχήματα, φόρμες ή κατασκευές.
Υπήρχε μπλέ βελούδο, μουσική και άρωμα από λεβάντα.
Δεν υπήρχαν κύκλοι, τετράγωνα, επίπεδα αλλά χαώδεις σχηματισμοί εκρήξεις χρωμάτων και μουσικοί αυτοσχεδιασμοί.
Δεν υπήρχε φύση όπως την ξέρουμε αλλά όλα ήταν φυσικά γύρω.
Κυρίως όμως υπήρχε η αίσθηση ότι κάτι όμορφο πρόκειται να συμβεί, η προσδοκία, η ελπίδα…
Μοναδική παραφωνία σε όλο αυτό ήταν ένα μεγάλο κουρούφο πρισμένο και ογκώδες μέσα της και έξω.Το κουρούφο είναι το σύμβολο της ακινησίας το μεγάλο τίποτα, το άδειο το κενό…Αυτό μπορούσε να το διαπεράσει μόνο μ’έναν τρόπο: πέφτοντας ανάσκελα προς τα κάτω αργά-αργά.Τότε είχε τη γλυκειά αίσθηση πραγματικά ότι χάνεται ότι δεν μπορεί να ξεφύγει απ’τον χαμό.
Γλώσσα για κείνη σήμαινε ένας κατ’εξοχή τρόπος έκφρασης συναισθημάτων.
Παραδείγματος χάρη: της άρεσε να στέκεται μπροστά από ένα κρακατοπικιτί και να φωνάζει δυνατά:
Αααααααααααααααααααααααααααααααααααααααααααα !!!!!!!!
Εεεεεεεεεεεεεεεεεεεεεεεεε !!!!
Οοοοοοοοοοοοοοοοοοοοοοοοοοοοοοοοοοοοο !!!
Ιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιι !!!!!!!!!!!!!!
Τι ωραίο που ήταν το Α ! τι χαρά τι ανακούφιση της έφερνε !
Το Ε ήταν περισσότερο επικοινωνιακό,παρακινητικό προς άλλους.
Αλλά το Ο και το Ι μάλλον με κάτι οδυνηρό είχε να κάνει χωρίς να είναι και τελείως σίγουρη.
Και μερικά σύμφωνα επίσης ήταν μέσα στις προτιμήσεις της:Το Ψ για παράδειγμα.Μπορούσε όλη την ώρα να ψιθυρίζει: Ψψψψψψψψψψψψψψψψ είχε μια γλύκα το Ψ.
Επίσης το Μ. Μπορούσε όλη μέρα να τραγουδάει χρησιμοποιώντας το Μ:Μμμμμμμμμμμμ σα να νανούριζε μωρό.
Όσον αφορά τις λέξεις, αυτές δεν είχαν το συνηθισμένο τους νόημα.Από λέξεις να φαν κι οι κότες…Μπορούσε να δημιουργεί χίλιες τη μέρα.Δεν είχαν καμμιά χρησιμότητα γι αυτή.
Ας πούμε τα σαφλεκάνια.Θα μπορούσε να τα πεί και καρφόλεκια ή λίκαπα ή ντόκρα ή ότι μπορούσε να φανταστεί κανείς.Άλλωστε οι επαφές που είχε με τους άλλους κατοίκους του Πραλαβί ήταν λιγοστές και επομένως δεν είχε ανάγκη από μια συγκεκριμένη σταθερή γλώσσα.
Αν άφηνε τον εαυτό της ελεύθερο είναι σίγουρο ότι κανείς δε θα την καταλάβαινε.Δεν είχε κανένα ειρμό, καμμία λογική στα λεγόμενά της.Δεν είχε κανένα συντακτικό στις προτάσεις της.Απλώς ήταν συναισθήματα εκφρασμένα με ήχους.Χαρά, λύπη, θυμός , αγωνία.Όλες αυτές οι περίεργες διαθέσεις που σαν κύματα έρχονταν και ξανάρχονταν,έσβυναν και φούντωναν και βρίσκανε διέξοδο στη φωνή της και στις κινήσεις της.Δεν έκανε καμμιά προσπάθεια να κρύψει τίποτε.Ήταν ανοιχτό βιβλίο.Για παράδειγμα αν ήταν χαρούμενη τραγουδούσε:


«Πικολάφα σικοστά
νταραμπινταμπίκι κεφαρά
ντε φο λάκα πικιτό
κάλαμε σέτα στα φαλά»


Αν ήταν λυπημένη:


«Μπόστα καλάφι σε πακό
ντίπα σε πόκα ρε λα φά
κίκο σε πιρτα λα πιντά
όλφα πι ντα χο κα ντι ρί»


Αν ήταν θυμωμένη φώναζε:


«Πρατσικιτικιτό κραπακατακατά
στρουκαραπικιτάκετα φραπάρατα»


Το πιο συνηθισμένο πάντως ήταν να μιλάει κάπως έτσι:
«Δεν τώρα είναι πίσω κουρασμένη αντέχει δρόμος». Πίστευε πολύ στην τύχη. Αν ήταν δηλ. αρκετά τυχερή θα μπορούσαν οι λέξεις να ταιριάξουν μεταξύ τους για να πεί κάτι λογικό.Μιλούσε δηλ. λές και έριχνε ζάρια.Αλλά και οι κινήσεις της ήταν το ίδιο τυχαίες. Όλη την ώρα πετούσε με το σιμπέρ και έπαιζε με το ξόϊ της. Αν κάποια στιγμή ήθελε να διαλέξει μια διαδρομή έκλεινε τα μάτια της και έδειχνε με το δάχτυλό της μια κατεύθυνση.
Δεν είχε κανένα νόημα γι αυτή η έννοια Χρόνος.Ζούσε σ’ένα μεγάλο παρόν…Οι λεξεις: ύστερα, χθές, τώρα δεν ήταν νοητές.Μάλιστα πολλές φορές έπαιζε μ’αυτές τις λέξεις ειρωνικά για να καταργήσει τη σημασία τους.Για παράδειγμα έλεγε: «αύριο πήγα ψηλά στο Πραλαβί» ή «χθές θα πιτίσω τις φιλιές» και γελούσε δυνατά.Δεν υπήρχε κάτι περασμένο ή κάτι που θα γίνει. Άλλωστε είχε τόσο ασθενική μνήμη που δεν θυμώταν κάτι περασμένο.
Ο χρόνος κυλούσε ευθύγραμμα.Δεν υπήρχε τίποτε κυκλικό..Δεν υπήρχε μέρα ή νύχτα, εποχές που επαναλαμβάνονταν. Όλα ήσαν τυχαία.Τη μια στιγμή ήταν μέρα και την άλλη νύχτα, τη μια στιγμή έκανε κρύο την άλλη ζέστη.Ο χρόνος κυλούσε περίεργα.Δεν υπήρχαν σταθερά δευτερόλεπτα.Μια στιγμή μπορεί να κρατούσε μια ώρα, ή μια ώρα μπορεί να κρατούσε μια στιγμή.
Κι επομένως δεν υπήρχε θάνατος…Ή μάλλον δεν υπήρχε φόβος του θανάτου και η καθημερινή κατάθλιψη που δημιουργεί.Το άγχος, η αγωνία να τα προλάβει όλα είχαν καταργηθεί.Δεν αισθανόταν την ανάγκη να μετρήσει κάτι που τελειώνει.Άλλωστε δεν είχε και το μέτρο να το μετρήσει.Μ’ αυτή την έννοια αισθανόταν αθάνατη.Δεν είχε την αίσθηση ότι ζούσε κάτι προσωρινό.
Επίσης απεχθανόταν τελείως τους καθρέπτες και συνεπώς δεν μπορούσε να παρατηρήσει τις αλλαγές στη μορφή της.Ούτε καν ήξερε να περιγράψει τον εαυτό της.Είχε συνείδηση του εαυτού της όπως ένα πράγμα έχει συνείδηση του εαυτού του.
Έτσι λοιπόν βλέπουμε τη Σιταμό να πετάει με το σιμπέρ ανάμεσα στους τεράστιους βόλακες και στους λούς.Απότομα αλλάζει κατεύθυνση και μπαίνει σ’ένα περίεργο πίφο, αμέσως μετά σ’ένα μικρό σαξίντρο και καταλήγει σ’ένα όμορφο μυστηριώδες χρού.Από κεί και πέρα χάνονται τα ίχνη της.
Στην αμέσως επόμενη εικόνα βλέπουμε τη Σιταμό να υποφέρει και να κλαίει γοερά…Βρίσκεται σε πολύ δύσκολη κατάσταση και δεν μπορεί να βρεί καμμία λύση.Έχει χαθεί μέσα σ’ έναν λαβύρινθο στον οποίο δεν θυμάται ακριβώς πως μπήκε.Ακολουθεί απεγνωσμένα τυχαία μονοπάτια αλλά ποτέ δεν βγαίνει στην έξοδο.Προσπαθεί πάλι και πάλι…Έχει απελπιστεί και φοβάται πολύ. Αγωνιά και ιδρώνει. Η καρδιά της πάει να σπάσει!
Ποτέ ξανά δεν βρέθηκε σε παρόμοια κατάσταση.Πραγματικά δεν ξέρει τι να κάνει! Κάποια στιγμή εγκαταλείπει τις προσπάθειες και θέλοντας να παρηγορήσει τον εαυτό της αρχίζει ένα νανούρισμα: Μμμμμμμμ…μμμμ…μμμμμ…μμ….μμμμμ
Είναι δυνατόν να μη βρίσκει τυχαία μια διέξοδο; Μέχρι τώρα ήταν πολύ τυχερή.Τι συμβαίνει και δεν δουλεύει αυτός ο τρόπος; Μήπως μπορεί να φερθεί κάπως διαφορετικά; Εκεί που βρίσκεται στη μαύρη απελπισία και μπροστά της προβάλλει η εικόνα ενός χαώδους, μυστηριώδους και ανεξιχνίαστου λαβύρινθου ξαφνικά κάτι αλλάζει…
Παρατηρεί ότι ο λαβύρινθος δεν είναι τόσο περίπλοκος όσο φαινόταν και δεν αποτελείται από τόσο περίεργους διαδρόμους αλλά είναι κάτι πιο απλό.Βλέπει κάτι που δεν τόχε ξαναδεί μέχρι τώρα: Ο λαβύρινθος αποτελείται από μικρά τετράγωνα, τοποθετημένα σε μια διάταξη και πάντως λογικά οργανωμένα.Μπορεί μετά από πολύ προσπάθεια, να φανταστεί ένα σχεδιάγραμμα του λαβύρινθου και να θυμηθεί που υπάρχουν αδιέξοδοι.Μπορεί να τσεκάρει όλες τις λάθος διαδρομές να πειραματιστεί,να δοκιμάσει όλους τους τρόπους και τελικά να χρησιμοποιήσει κάτι που μέχρι τώρα ποτέ δεν είχε χρησιμοποιήσει: το μυαλό της.
Σιγά-σιγά αρχίζει και θυμάται (για πρώτη φορά κι αυτό) από ποιο σημείο μπήκε και τι συνάντησε στη διαδρομή και αυτά θα τα χρησιμοποιήσει στην αντίστροφη διαδικασία δηλ. στο δρόμο προς την έξοδο.Έτσι αρχίζει και συνειδητοποιεί καινούργιες γι αυτή έννοιες, όπως εμπρός-πίσω, αριστερά-δεξιά, πάνω-κάτω.
Συνειδητοποιεί ότι το αντίθετο του πίσω είναι το εμπρός, ενώ μεγάλη επιτυχία της φαίνεται, όταν ανακαλύπτει ότι εκεί που μπήκε στρίβοντας αριστερά, πρέπει να επιστρέψει στρίβοντας δεξιά.Έτσι βάζει τις βάσεις μιας πρωτόγονης «μαθηματικής επιστήμης».Μετράει τα τετράγωνα από την αρχή προς το τέλος και έτσι μπορεί να σχηματίσει στο μυαλό της ένα χάρτη που της είναι απαραίτητος για να βρίσκει νοητά τη θέση της στο χώρο.
Ξεκίνησε από μια απελπιστική κατάσταση χαμένη τελείως και σιγά-σιγά μετρώντας, ψάχνοντας με τη μέθοδο της δοκιμής και του λάθους και βάζοντας το μυαλό της να δουλέψει έχει φτάσει ήδη στο 15ο τετράγωνο και νοιώθει μπορεί να πει κανείς σίγουρη έχει εμπιστοσύνη στις δυνάμεις της είναι χαρούμενη γιατί ανακαλύπτει συνεχώς κάτι.Όλο αυτό είναι κάτι καινούργιο γι αυτή, νοιώθει να παίρνει μέρος σε μια δημιουργική εξέλιξη και μάλιστα δεν μπορεί ν’αποφασίσει αν αυτή αλλάζει τα πράγματα ή αν είναι ένα μικρό πιόνι της μοίρας.Της φαίνεται περισσότερο ότι εκείνη αγγίζει τον κόσμο και τον αλλάζει.Αν θέλει διακόπτει ξαφνικά κάθε δραστηριότητα κι αμέσως όλα σταματούν να κινούνται. Νοιώθει σαν μικρή θεά.Και πάλι ξαναρχίζει το μέτρημα: 1, 2, 5 όχι κάποιο λάθος γίνεται: 1, 2, 3.Κάτι καινούργιο μέσα της γεννιέται.Κάτι που την αγχώνει και την στεναχωρεί: Η ζωή χωρίζεται σε 1, 2, 3, 4 τετράγωνα…Τότε ήταν το ένα, τώρα είναι το 15,μετά θα είναι το 16.Μέχρι τώρα χοροπηδούσε ανέμελα στην εξοχή.Δεν υπήρχαν γι αυτή κλειστά σχήματα και γραμμές ίσιες αλλά χαώδεις σχηματισμοί.Από τώρα και στο εξής παντού βλέπει τετράγωνα.Μεγάλα, μικρά να συμπλέκονται, το ένα συνέχεια του άλλου, το ένα να περιέχεται στο άλλο κ.ο.κΚαι συνέχεια να μετράει:1, 2, 3, 8, 11.Πρέπει να μετράει για να βρεί κάποτε τη διέξοδο.Για να πάψει να φοβάται για να έχει εμπιστοσύνη στον εαυτό της…
Όμως κάποια στιγμή όλο αυτό τη κουράζει.Σταματάει λίγο, όμως κάποια μυστήρια δύναμη συνεχίζει να μετράει: 1, 2, 8, 10 αυτόματα χωρίς να τη προσκαλέσει κανείς.Σκύβει και κλείνει τα αυτιά της με τα δυό της τα χέρια.Όμως η δύναμη συνεχίζει και μετράει.Το 1 είναι το παρελθόν, το 2 είναι το παρόν, το 8 είναι το μέλλον.Το 2 είναι το παρελθόν,το 8 είναι το παρόν,το 10 είναι το μέλλον.Μια καινούργια αγωνία τη κυριεύει…Βάζει τα δυνατά και το ξεπερνάει.Πρέπει να προσπαθήσει, να μοχθήσει, να κουραστεί για να τα καταφέρει.Πρέπει να εργαστεί σκληρά.Μέχρι τώρα δεν ήξερε τι σημαίνει εργασία.Τι σημαίνει να βάζεις ένα σκοπό και να τον επιδιώκεις με πείσμα.Τι σημαίνει να βάζεις το μυαλό σου σε πειθαρχία, να ανακαλύπτεις, να βρίσκεις λύσεις, να δημιουργείς…
Και πάλι αρχίζει να μετρά:Είμαι στο 15ο τετράγωνο δηλ. δεξιά απ’το 14ο και αριστερά απ’το 16ο.Έχει αποκλείσει τρεις διαδρομές και μένουν άλλες δύο.Όμως η μία τη γυρίζει πίσω.Άρα η πιο πιθανή είναι αυτή που καταλήγει επίσης σε άλλες τρείς διαδρομές…Έχει ιδρώσει.Σκέφτεται τη προηγούμενη ζωή της και τη συγκρίνει με τη τωρινή.Είναι δύσκολη η ζωή.Χρειάζεται σκέψη, αποφάσεις, επιλογές και δουλειά.Έχει φτάσει ήδη στο 20ο τετράγωνο.Νοιώθει μέσα της ότι πλησιάζει τη λύση.Λίγο ακόμη και τα κατάφερε.Έχει μάθει τον τρόπο τώρα.Συγκέντρωση και μέτρημα…
Επιτέλους έφτασε η στιγμή ! Η διέξοδος είναι στο 25ο τετράγωνο !
Βγαίνει στην ελευθερία ! Βγαίνει στη προηγούμενη ζωή της. Ήταν ένα δυσάρεστο διάλειμμα, ένα παιχνίδι που της σκάρωσε η μοίρα.
Είναι τόσο χαρούμενη, νοιώθει τόσο σπουδαία, παίρνει το σιμπέρ και κάνει κύκλους, πετάει ψηλά και ξαναπέφτει, χοροπηδάει σαν τρελή !Τώρα καταλαβαίνει τι ωραία που είναι η ζωή της να είναι ευτυχισμένη, να μην έχει καμμία ανάγκη, κανένα πόνο. Όμως ξαφνικά κάτι περνάει απ’το μυαλό της. Μήπως όλο αυτό κάποια στιγμή επαναληφθεί; Μήπως ξαναέρθει σε απόγνωση, σε απελπισία; Και να ξαναέρθει τώρα πια δε φοβάται γιατί ξέρει τον τρόπο να το αντιμετωπίσει.Ήδη τα έχει καταφέρει μια φορά και τη δεύτερη φορά τα πράγματα θα είναι πιο εύκολα.
Σκεφτική λοιπόν, πηγαίνει και κάθεται σ’ένα σλίκι.Κυττάζει γύρω της.Δε της φαίνεται ότι είναι ο ίδιος κόσμος. Βλέπει καμπύλες, βλέπει τετράγωνα ,βλέπει γεωμετρικά σχήματα κανονικά, βλέπει κύκλους, βλέπει βουνά, χωράφια, ουρανό, ήλιο, όλα σαν αποκάλυψη! Και δεν είναι σλίκι αυτό πάνω που κάθεται αλλά ένα δένδρο.Το σιμπέρ δεν είναι τίποτε άλλο παρά ένα ποδήλατο!
Δίπλα έρχεται και κάθεται ένα πουλί. Καλημέρα τι κάνεις πουλάκι; Είναι η πρώτη λογική πρόταση που συντάσσει στη ζωή της.
Είναι φανερό δεν είναι πια η ίδια. Όλα έχουν αλλάξει. Και η μυστήρια δύναμη μέσα της συνεχίζει να μετράει όπως η καρδιά της: Τακ, τακ, τακ…που κάποτε θα σταματήσει.Και τώρα το ξέρει. Αυτό της φέρνει μια μελαγχολία.Νοιώθει τόσο κουρασμένη…Τα βλέφαρά της γέρνουν.Και ονειρεύεται:
«Η Σιταμό ζούσε στο Πραλαβί, μια μικρή χώρα με λίγους κατοίκους αλλά πολλά σαφλεκάνια. Αγαπούσε όλη την ώρα να περιδιαβαίνει στην εξοχή ανάμεσα στους τεράστιους βόλακες και τους λους…»



Το αλογάκι που πετάει



Ο Ισίδωρος είναι ένας μικρός μαθητής. Προσπαθεί να προσαρμοστεί στο σχολικό περιβάλλον, του είναι όμως αδύνατον. Αγχώνεται, νοιώθει αδύναμος, μίζερος και η μόνη του διέξοδος είναι ένα μικρό μεταλλικό αλογάκι που φυλάει συνέχεια στη τσέπη του. Νοιώθει τελείως απομονωμένος, γι αυτό έχει το αλογάκι σαν αποκούμπι...
Κατά τα άλλα, δεν καταλαβαίνει το μάθημα, νοιώθει ξεκομμένος παρ' όλο που μερικές φορές προσπαθεί...Αυτό όμως δεν μπορεί να γίνεται αιωνίως. Πρέπει να βρεθεί μια λύση.

Δεν αντιλαμβάνεται ακριβώς τι γίνεται στο μάθημα γι αυτό για να ξεπεράσει την απογοήτευσή του γελοιοποιεί τη διαδικασία. Του φαίνεται ότι ο δάσκαλος συμμετέχει σε μια βουβή κωμωδία στον πίνακα, του μοιάζει σα να χορεύει ένα αστείο χορό και να λέει παπαρολογίες. Την ώρα που όλοι οι συμμαθητές του συμμετέχουν στο μάθημα σοβαρά, αυτός γελάει μόνος του, ενώ όταν συμβαίνει κάτι σχετικά αστείο στο μάθημα αυτός σοβαρεύει. Αυτό φαίνεται αρκετά παράξενο στους συμμαθητές του που τον λένε φρηκ, παράξενο, μύγα στο γάλα...
Θυμάται την πρώτη μέρα του σχολείου που ήρθε και κάθησε δίπλα του ένας χοντρός- αγαθούλης μονολογώντας : εμείς οι ντάπα-ντούπα πρέπει να βοηθάμε ο ένας τον άλλον !
Ντάπα-ντούπα ? άκου ντάπα-ντούπα ! Τι άγαρμποι που είναι μερικοί άνθρωποι ! Και πες ότι αυτός αισθάνεται ντάπα-ντούπα για ποιό λόγο με χαρακτηρίζει και μένα έτσι ?
Μήπως σκέφτεται να κάνει κάποιο κόμμα με τους ντάπα-ντούπα ?
Αυτό είναι που δεν αντέχει περισσότερο απ' όλα. Την απομόνωση...
Νοιώθει που νοιώθει μοναξιά στο μάθημα έτσι αποκομμένος και αμέτοχος που είναι, δεν λέει με τίποτα να είναι μόνος του και στο διάλειμμα ! Να κάνει παρέα με τον ντάπα-ντούπα ούτε λόγος.
Γι αυτό κάνει ότι μπορεί για να εντυπωσιάσει και να ενσωματωθεί σε μια παρέα. από άταχτους φασαριώζους που κάθονται στα τελευταία θρανία, διαρκώς έρχονται αδιάβαστοι και θεωρούν το μάθημα σαν ευκαιρία για παιχνίδι, χαβαλέ και πειράγματα.
Ομως και μ' αυτούς δεν είναι εύκολα τα πράγματα. Κάθε πρωί βάζει ζελέ στο μαλλί του και το κάνει "κοκοράκι" για να τους μοιάσει. Σκέφτηκε να βάλει και σκουλαρίκι. Μιλάει συνεχώς για το you-tube, για τα παιχνίδια στο play-station και μερικά πονηρά σάϊτ. Τους πετάει κάτι κι όλας για την εμπειρία του από μια καλοκαιρινή συναυλία hip-hop.Αυτοί συνήθως τον υποτιμούνε, τον πειράζουν και που και που του ρίχνουν και καμμιά καρπαζιά.Για να μπείς στη συμμορία τους πρέπει ν΄αποδείξεις ότι είσαι πολύ μάγκας. Αυτός όμως με τη ψιλή ακόμη φωνή του και τ΄αδύναμα χεράκια του μοιάζει με μαμόθρεφτο και θέλει πολύ καιρό για να μεγαλώσει...
Σα να μην έφτανε όλο αυτό το σκηνικό της απελπισίας το παζλ έρχεται και συμπληρώνει ένας έρωτας ! Και τί έρωτας : Η Λίνα είναι όμορφη, είναι κούκλα, είναι έξυπνη, είναι γελαστή, είναι τα πάντα...κι αυτός δεν είναι τίποτα.
Βρήκε λοιπόν κι αγάπησε την καλύτερη. Το πιο όμορφο κορίτσι του σχολείου. Αυτή που δεν δίνει σημασία σε κανένα αγόρι και είναι πρώτη στα μαθήματα. Ούτε που του περνάει απ' το μυαλό να της μιλήσει για τα αισθήματά του ! Ενας έρωτας χωρίς μέλλον.
Κι όμως συνεχίζει να του καίει τα σπλάχνα και να τον βασανίζει.
Ολ' αυτά λοιπόν συνθέτουν μια ασφυκτική κατάσταση.
Κάθεται στο θρανίο του ήσυχα, σφίγγει στα χεράκια του το αλογάκι και αφήνει το μυαλό του να ταξιδεύει. Ισα-ίσα για να ξεφεύγει απ' αυτό το μαρτύριο που λέγεται μάθημα. Τώρα έχουν μαθηματικά. Ο καθηγητής είναι ένας νέος άνθρωπος, πολύ συμπαθητικός. Ομως μάθημα είν' αυτό που διδάσκει ?
Μια σελίδα μπροστά γεμάτη συν, πλην, παρενθέσεις, α, β, γ, αριθμούς τι τρέλα είναι ολ' αυτά ? Τι νόημα έχουν ? Ποιο σκοπό ? Η πρέπει να είμαι εγώ τρελός ή ζώ σ' ένα τελείως τρελό κόσμο ! Μερικές φορές μού΄ρχεται να σηκωθώ και να τους πάρει και να τους σηκώσει όλους !
Μού' ρχεται να φωνάξω και να τους βρίσω όλους ! Ολοι να πάτε στο διάολο ! Καθίκια του κερατά ! Σας σιχάθηκα πια. Τα πνιχτά γελάκια σας, τα πονηρά χαμόγελα, τα κουτσομπολιά, την επίδειξη εξυπνάδας, την αξιοπρεπή σοβαρότητά σας. Ολοι συμμετέχεται σ' ενα πράγμα που για μένα δεν έχει κανένα νόημα. Συζητάτε για πράγματα που δεν καταλαβαίνω, σκέφτεστε πράγματα που δεν γνωρίζω, παίζεται ένα παιχνίδι κι εγώ είμαι απ' έξω. Και γι αυτό δε νοιάζεται ποτέ κανένας !
Ωρες-ώρες μού'ρχεται να κάνω κάτι εντυπωσιακό, κάτι τρελό ! Να τους δείξω εγώ ! Ν' ανέβω σε μια ταράτσα και μετά σ' ένα περβάζι και να μείνω εκεί για μια μέρα. Ετσι χωρίς αιτήματα χωρίς λόγο. Μόνο και μόνο για να τους δείξω, ότι έχω ψυχή κι εγώ ! Οτι είμαι κι εγώ εδώ ! Ολοι από κάτω να κάθονται μ' ανοιχτό το στόμα.
Αλλά πιο πολύ να εντυπωσιάσω Αυτή ...
- Εσύ Ισίδωρε για πές μου ξέρεις το τετράγωνο του ένα πόσο μας κάνει ?
- ....Τι, ποιός ρωτάει, έπεσα απ' τα σύννεφα ξαφνικά. Καλός, καλός αλλά τι ρωτάει τώρα κι αυτός....Τι είναι αυτό το τετράγωνο του ένα ? Θα το ρισκάρω : Μηδέν μας κάνει !
Χα, χα από κάτω, μηδέν θα πάρεις στον έλεγχό σου Ισίδωρε !
Αρχίσανε πάλι τα πειράγματα και τις βλακείες. Κοκκίνισα και ντράπηκα που δεν ήξερα ένα μάλλον εύκολο ερώτημα. Αυτός ο δάσκαλος φταίει ! Που με θυμήθηκε ξαφνικά ?
Στο διάλειμμα συνεχίστηκαν λίγο τα πειράγματα.Είχα νευριάσει αλλά προσπαθούσα να παραμείνω ψύχραιμος. Βγήκα στο διάδρομο κι έπαιζα στα χέρια μου το αλογάκι.
Στη σκάλα προς τα κάτω στεκόταν ο Μαθηματικός που εκείνη τη στιγμή είχε εφημερία και μίλαγε με κάτι παιδιά. Ο Μπίλιας ο μάγκας της τάξης και ταυτόχρονα ίνδαλμά μου, με πλησίασε ξαφνικά με άγριες διαθέσεις. Εγώ προσπάθησα να τον εξευμενίσω αρχίζοντας την κουβέντα μαζί του.Αυτός όμως σοβαρός μου δίνει μια στο χέρι και το αλογάκι πέφτει κάτω ! Θυμώνω και τρέχω να το πιάσω... Τρέχει κι εκείνος και το κλωτσάει πρώτος ! Κι επειδή η μοίρα είναι αδυσώπιτη νά' σου μπροστά μου και η αγάπη μου η Λίνα χαμογελαστή... Πεισμώνω, το προλαβαίνω και το κλωτσάω πιο δυνατά για να τον ξεπεράσω. Το αλογάκι όμως εκτοξεύεται προς τη σκάλα...
Η επόμενη εικόνα που πρόλαβα να δώ ήταν η εικόνα του πεσμένου αιμόφυρτου καθηγητή που ως τότε στεκόταν αμέριμνος.
Φωτιά στα μπατζάκια μου !
Ο Μπίλιας έτρεξε να με "καρφώσει" γιατί φοβόταν ότι ίσως να τού' ριχνα το φταίξιμο.
-Ωρα είναι να φάω καμμιά αποβολή χωρίς λόγο ! μονολόγησε
Ο καθηγητής αιμορραγούσε.
Εγώ έπιασα το κεφάλι μου στήριξα την πλάτη μου στον τοίχο και έκατσα σκαμνάκι, περιμένοντας το θάνατό μου !
Σε λίγο με πήγανε στον διευθυντή.Προσπαθούσα να δικαιολογηθώ, δεν φταίω, συγνώμη κ.λ.π.Λίγο μετά ήρθε και η μάνα μου. Το τί άκουσα δεν λέγεται ! Τι αλήτη, τι τεμπέλη, τι τρελόπαιδο...
Εφαγα τρείς μέρες αποβολή. Στο σπίτι τα ίδια. Μουρμούρα, φωνές, απειλές.
Σκέφτομαι ακόμη και το χειρότερο. Δεν είναι ζωή αυτή. Δεν ξέρω τι να κάνω...
Εχω κλειδωθεί στο δωμάτιό μου και σερφάρω στο Internet. Ψάχνω εναγωνίως ένα διαφορετικό κόσμο να καταφύγω. Μπορώ να πληκτρολογήσω στο Google οτιδήποτε κακό και άρρωστο επιθυμώ: όπλα, sex, ναρκωτικά, διάβολο.
Είμαι ένας αδικημένος. Ολα όσα ονομάζουν οι άλλοι καλά και σωστά για μένα ήταν εφιάλτης. Γι αυτό ψάχνω την λύση στο "κακό" και στο "τρελό". Χάρηκα να κυττάζω όλα τα είδη των όπλων.Περιηγήθηκα στο άντρο της Sofa της sexy ρωσίδας. Εξερεύνησα οπτικά όλα τα είδη των ναρκωτικών. Ακουσα όλα τα heavy metal συγκροτήματα που μιλάνε για διάβολο.Παρ' όλ' αυτά συνεχίζω να νοιώθω απελπισμένος...
Οι φίλοι του facebook στέκονται ακίνητοι στα εικονίδιά τους. Αλλος απ' το χωριό που παραθερίζουμε, άλλος απ' τ' αγγλικά, άλλος απ' το καράτε δεν μπορούν να μου προσφέρουν το παραμικρό. Ασε τους στη φανταστική τους ευτυχία ν' ανταλλάσουν μικρά σχόλια και να προωθούν συνδέσμους μέσα σε μια αφόρητη πλήξη...
Δεν αντέχω άλλο ! Πέταξε τα χαρτιά απ' το γραφείο του κι ακούμπησε το κεφάλι του. Προσποιήθηκε ότι το χτυπάει μια δυό φορές...
Την άλλη μέρα το πρωί πήγε πάλι σχολείο. Οι συμμαθητές του τον κοιτούσαν σαν κακούργο.
Πρώτη ώρα μαθηματικά. Ο καθηγητής τελικά "επέζησε", είχε ένα τεράστιο επίδεσμο στο μάγουλο.
Δεν με νοιάζει τι λένε για μένα. Είμαι σίγουρος ότι θα τα καταφέρω. Θα τους δείξω εγώ ! Για την ώρα θα προσπαθήσω να καταλάβω τι λέει ο χριστιανός ...
- Μετά το γνωστό επεισόδιο, παρακαλώ να ξεχάσετε ότι έγινε και να συγκεντρωθείτε στο μάθημα. Σήμερα θα μπούμε στο κεφάλαιο της γεωμετρίας που αφορά τον κύκλο.
Αλήθεια τί είναι κύκλος ?
Πετάγεται ένας καλός μαθητής και λέει ότι έιναι το σύνολο των σημείων του επιπέδου που ισαπέχουν από ένα αρχικό σημείο.
- Μπορεί κάποιος τώρα να προσπαθήσει να μου πεί έναν άλλον ορισμό του κύκλου, διαφορετικό από τον προηγούμενο ?
Κανένας δεν σηκώνει το χέρι παρά μόνο ο Ισίδωρος δειλά-δειλά.
- Ωχ πάλι βλακεία θα πεί ! Πετάγεται ένας εξυπνάκιας.
- Κύκλος είναι εεεεεεεεεε μια γραμμή που στρίβει πάντα με τον ίδιο τρόπο.
- Μπράβο Ισίδωρε. Πολύ ωραία ! με την ίδια γωνία φαντάζομαι θέλεις να πεις.
- Ναί.
- Καταπληκτικός ορισμός. Πως τον σκέφτηκες ?
- Θυμήθηκα πως φτιάχνουμε  έναν κύκλο με την Logo τη γλώσσα προγραμματισμού.
- Πολύ ωραία. Αυτός ακριβώς είναι ο κύκλος. Μήπως μ' αυτή την έννοια η ευθεία είναι κι αυτή μια υποκατηγορία του κύκλου ?
- Ναί συμφωνώ.
Κοκκίνησα αλλά ένοιωσα μια χαρά μέσα μου απερίγραπτη. Ολοι το είχαν βουλώσει...
Από τότε ξετρελάθηκα με τον κύκλο. Τι ωραίο σχήμα, τι τέλειο, τι ισορροπημένο !
Στρογγυλό είναι το φεγγάρι,η γή, η πλατεία, το φανάρι, το ρολόι, η μπάλα. Στρογγυλά είναι και τα μάτια της Λίνας.
Ας μιλήσω στον διπλανό μου. Δεν είναι πολύ κακός κατά βάθος.
Εσφιξα τ' αλογάκι στο χέρι μου...


Ολα καθαρά όλα διαυγή

Μοιάζει η ζωή μας σαν ένας σκοτεινός διάδρομος όπου υπάρχουν παράλληλα κι αντικρυστά μισάνοικτες πόρτες. Από μέσα απ' τις πόρτες βγαίνουν κάτι περίεργα ιπτάμενα πλάσματα και είμαστε σίγουροι ότι τα δωμάτια μέσα σφίζουν από ζωή. Ομως αυτή τη ζωή δεν μπορούμε να την αντιμετωπίσουμε, μάλλον τη φοβόμαστε γι αυτό περπατώντας στο διάδρομο συνεχώς κλείνουμε τις πόρτες. Ομως για ένα περίεργο λόγο - ισως γιατί τα πόμολα δεν πιάνουν - οι πόρτες καθώς προχωράμε πίσω μας ανοίγουν.
Ολη η διαδικασία της ζωής μας είναι να κυνηγάμε αυτά τα φανταστικά παράξενα, ιπτάμενα πλάσματα του διαδρόμου τα οποία όσο πιο πολλά και παράξενα είναι τόσο πιο πολύ ενδιαφέρον έχει η ζωή.
Μερικές φορές, όταν ο διάδρομος είναι άδειος και ατέλειωτος δεν αντιστεκόμαστε στον πειρασμό - και ξεπερνώντας το φόβο- ανοίγουμε τυχαία μια πόρτα και χωρίς πραγματικά να γνωρίζουμε που βγάζει αυτή, μπαίνουμε ολοκληρωτικά μέσα σ' ένα δωμάτιο.
Αδυνατώ να περιγράψω τη συνέχεια, τότε πιθανολογώ ότι αντιστρέφεται η διαδικασία και ψάχνουμε εναγωνίως την πόρτα απ' όπου μπήκαμε ώστε να ξαναγυρίσουμε στο διάδρομο.Γιατί πάλι πιθανολογώ ότι μέσα στα δωμάτια είναι πολύ σκοτεινά και γεμάτα απ' αυτά τα παράξενα πλάσματα.
Μερικοί λένε ότι μέσα στα δωμάτια μεταμορφωνόμαστε εμείς οι ίδιοι σε εξ ίσου παράξενα ιπτάμενα πλάσματα. Αλλοι πάλι λένε, ότι τα δωμάτια αυτά είναι προθάλαμοι για ένα υπέροχο περιπετειώδες ταξίδι σ' ένα φανταστικό κόσμο.
Οταν μπορείς να περπατάς, αντιμετωπίζοντας όλ' αυτά τα ζουζούνια είσαι υγιής.Οταν όμως αρνείσαι ν' αντιμετωπίσεις έστω και λίγα απ' αυτά τότε αρχίζεις κι αρρωσταίνεις.
Απαιτείς έναν ολοκάθαρο σιωπηλό διάδρομο με κλειστές πόρτες σφαλιστές.
Ομως το μισοσκόταδο σου φέρνει εικόνες απ' τα φανταστικά πλάσματα, είτε υπάρχουν στην πραγματικότητα είτε όχι. Ανοιγοκλείνεις τις πόρτες εκατό φορές για να σιγουρευτείς ότι είναι πράγματι κλειστές.
Ομως ο φόβος γεννάει καινούργια πλάσματα παντού.Είναι σιχαμερά και βρώμικα. Δεν γίνεται να τα εξοντώσεις ποτέ. Επίσης τα λίγα που φαντάζεσαι σου φαίνονται πολλά και ο διάδρομος δεν είναι ποτέ πεντακάθαρος...Οι πόρτες σου φαίνονται μερικές φορές ανοικτές.
Η τέλεια καθαριότητα, είναι μια ιδεατή κατάσταση. Αλλά και μια μαθηματική επίσης.Οσες φορές και να μεγεθύνουμε μια γωνίτσα αυτού του διαδρόμου να μην υπάρχει περίπτωση καμμιάς βρωμιάς.
Ολα καθαρά, διαυγή, τέλεια, υπολογισμένα, χωρίς ούτε ένα ψεγάδι. Ασφαλή, σίγουρα...Μπορούμε να υπολογίσουμε το εμβαδόν του διαδρόμου, τον όγκο του και να αποφανθούμε για ένα ιδεατό διάδρομο- σαν αποστειρωμένο εργαστήριο.
Ολα προβλέψιμα, ιδανικά, προϋπολογισμένα με τους κανόνες της λογικής.
Ομως, αυτός ο τοίχος είναι πράγματι ίσιος ? τότε γιατί μου φαίνεται ότι γέρνει?
Κι αυτοί οι λεκκέδες στο πάτωμα από που προέκυψαν άραγε ?
Αυτές οι ρωγμές στο ταβάνι είναι από σεισμό ή είναι αράχνες ?
Βλέπω μπροστά μου την πραγματικότητα ή βλέπω αυτό που θά' θελα να υπάρχει?
Βλέπω μπροστά μου την πραγματικότητα ή βλέπω αυτό που φοβάμαι ότι υπάρχει ?
Αισθάνεσαι σίγουρος, ότι έχεις υπολογίσει κάτι που ισχύει στην αληθινή ζωή.Καμιά άλλη επιστήμη δεν αποφαίνεται τόσο σίγουρα !
Αρκεί βέβαια να στηρίζεσαι σε στέρεες υποθέσεις !
Ολα καθαρά, όλα διαυγή !
Δεν πρέπει να κάνω το παραμικρό λάθος. Ούτε ένα συν, ούτε μια αριθμητική πράξη, ούτε μια αντικατάσταση. Είμαι ένας μικρός θεός που δημιουργεί ένα σύμπαν !
Μόνο που δεν έχει δικαίωμα στο λάθος. Βρίσκω το ολοκλήρωμα, παραγωγίζω, βρίσκω σταθερά ολοκληρώσεως, υψώνω στο τετράγωνο, βρίσκω τις παραμέτρους, λύνω το σύστημα, όμως δεν έχω το δικαίωμα να κάνω λάθος...
Ξανά κάνω τις πράξεις. Κυττάζω αλλού για να ξεκολλίσει το μυαλό. Τα ξανακάνω... Επαληθεύω το αποτέλεσμα στις αρχικές υποθέσεις. Κάτι μου λέει ότι είναι σωστά. Ομως τα ξανακυττάζω. Δεν έχω το δικαίωμα του λάθους...Αγχώνομαι, παραμιλάω, επαναλαμβάνω τις πράξεις από μέσα μου...
Δεν πρέπει να υπάρχει η παραμικρή "βρωμιά" μέσα στις πράξεις δηλ στον διάδρομο.
Από πάνω μέχρι κάτω. Πρέπει να ξεκινήσω από κάτω κυκλικά σαρώνοντας όλο το διάδρομο και να μην ξεχάσω ούτε ένα σημείο.Μήπως ξέχασα κάτι ? Πάλι απ' την αρχή.Καμμία βρωμιά.Όμως δεν είμαι σίγουρος.Τα ξαναελέγχω.
Ολα καθαρά, όλα διαυγή...


"Πετώντας" τον παλιό εαυτό

Ενα συχνά επαναλαμβανόμενο όνειρό μου είναι το εξής : Βλέπω ότι πετάω, όμως όχι ακριβώς πετάω, αλλά απλά επαληθεύω τον ορισμό του πετάγματος και ανυψώνομαι ελάχιστα απ' το έδαφος ίσα- ίσα για να επιτύχω το αποτέλεσμα της κατάργησης της βαρύτητας, από τη μιά και από την άλλη για να πετύχω μια παράξενη δικαίωση στα μάτια των άλλων, μια ιδιαίτερη αναγνώριση...
Βλέπω λοιπόν ότι ανυψώνομαι ανεπαίσθητα (λίγα εκατοστά) -όπως ακριβώς ένα παιδί μαθαίνει να κολυμπά και ξεκολλάει τα πόδια του απ΄ το βυθό -και μένω μετέωρος στον αέρα. Με πολύ ζόρι ανυψώνομαι ελάχιστα στην αρχή, αλλά σε λίγο καταφέρνω να πάρω λίγο ύψος. Εχω τα χέρια μου σε ανοιχτά σε σχήμα σταυρού και είναι πάντοτε νύχτα. Δε νοιώθω να με βλέπει κανείς, πετάω πάνω από δένδρα, κήπους, σπίτια, ταράτσες. Ενα παράξενο πλάσμα γίνεται κομμάτι της νύχτας.
Το καταπληκτικό είναι ότι δεν μου κάνει εντύπωση ! Κάνω δηλ κάτι σαν να το κάνω χρόνια...Είναι χαρακτηριστικό ότι τουλάχιστον στην αρχή δεν με βλέπει κανείς, είμαι τελείως μόνος μου, ο μοναδικός μάρτυρας του περίεργου φαινόμενου. Πιο πολύ δεν μ' εντυπωσιάζει το πέταγμα, αλλά το γεγονός ότι κάνω κάτι που δεν μπορεί να κάνει κανείς άλλος. Είναι ένα μυστικό που μου δίνει δύναμη. Σαν τον superman περίπου είμαι ένας συνηθισμένος καθημερινός τύπος με μυστικές δυνάμεις , που όταν τις εξαπολύσω μένουν με το στόμα ανοιχτό.
Νοιώθω ότι πρώτος εγώ, σαν ένας μεγάλος εφευρέτης, βρίσκω τον τρόπο, την τέχνη να επιτελέσω ένα θαύμα ! Οχι τόσο το θαύμα του να πετάξω, μα κυρίως το θαύμα του να γεφυρώσω την πραγματικότητα με τη φαντασία. Να μπορέσω να δώ την πραγματικότητα σαν ένα μυστήριο μαγικό πράγμα και αντίστροφα τη μαγεία να τη μεταχειριστώ σαν κάτι καθημερινό.
Ομως, όλο αυτό είναι κι ένα ζήτημα πίστης. Εκείνη τη στιγμή την απειροελάχιστη που συμβαίνει να φεύγουν τα πόδια μου απ' τη γή, είμαι τόσο πολύ σίγουρος γι' αυτό που θα συμβεί -ότι θα καταφέρω να πετάξω-και τόσο πολύ πρόθυμος γι αυτό, που δεν υπάρχει πια για μένα τίποτε άλλο...Είναι μια στιγμή υπέρβασης από τα γνωστά και καθιερωμένα. Μια στιγμή όπου αλλάζουν όλα και φαίνονται πια διαφορετικά. Είναι μια στιγμή, όπου το μέσα και το έξω γίνονται ένα και η θέλησή σου να δείς τον κόσμο κυριαρχεί και πλημυρίζει τα πάντα.Είναι μια στιγμή όπου η πίστη και η προσδοκία για ανάταση, για μια ελπίδα είναι τόσο πραγματικά που τελικά δεν παίζει κανένα ρόλο αν το αποτέλεσμα που προκαλείται είναι όντως πραγματικό ή όχι.
Για παράδειγμα, το γεγονός ότι ο άνθρωπος περπατάει , είναι μια διαδικασία που εξελικτικά κράτησε εκατομμύρια χρόνια και η φύση έχει δημιουργήσει σαν τελικό επίτευγμα μια εκπληκτική ισορροπία προσαρμογής - λειτουργικότητας- αρμονίας. Ο ζωγράφος-φύση για χρόνια πρόσθετε πινελιές αργά, μεθοδικά μέχρι να παρουσιάσει το αριστούργημά του. Το οποίο είναι τόσο τέλειο που τις περισσότερες φορές το ξεχνάμε και το θεωρούμε σαν κάτι τετριμμένο. Ομως, τα περισσότερα ζώα βαδίζουν στα τέσσερα και μόνο ο άνθρωπος έχει το καταπληκτικό πλεονέκτημα να ισορροπεί σε δύο πόδια. Είναι ένα πραγματικό θαύμα !
Επίσης εκπληκτικό (αρνητικά) είναι το γεγονός ότι αυτό δεν μας κάνει καθόλου εντύπωση...Φαντασθείτε αναλογικά έναν κόσμο όπου ο άνθρωπος θα μπορούσε να μετακινείται με ιπτάμενα χαλιά και να μην του κάνει καθόλου εντύπωση ! Είναι επίσης σίγουρο ότι σε κάμποσα χρόνια θα φοράει μια συσκευή σαν ρολόϊ και θα μπορεί να πετάει !
Αυτό που θέλω να πω, είναι ότι ο άνθρωπος πραγματικά βιώνει κάτι μαγικό, κάτι θαυμαστό όμως δεν του δίνει την παραμικρή σημασία. Αντίθετα, η φαντασία του μπορεί να τον ωθεί σε καταπληκτικά διαστημικά ταξίδια, σε υπερκόσμους, σε 100 διαστάσεις κ.λ.π.
Ομως, ένας άνθρωπος σε αναπηρικό καροτσάκι, αναγνωρίζει την μεγάλη αξία απλά του να περπατάς. Ετσι λοιπόν, ένας τέτοιος άνθρωπος θα μπορούσε να ονειρεύεται σαν κάτι σπουδαίο, ότι περπατά. Και επίσης, θα μπορούσε να σκεφτεί, να φανταστεί ίσως, ότι υπάρχει μια στιγμή που τον χωρίζει απ' το καρότσι μέχρι την όρθια στάση. Και ν' αποδειχθεί ότι χρόνια πολλά ζούσε με τη ψεύτικη ιδέα, ότι η ζωή του ήταν δεμένη με το καρότσι. Ενώ είχε δυνατότητα να περπατήσει...
Αυτό ακριβώς είναι το πέταγμα ! Είναι η στιγμή όπου συνειδητοποιείς ότι η πραγματικότητα κρύβει μέσα της κάτι διαφορετικό απ' το καθημερινό που βιώνεις. Ενέχει μια δυναμική, κάτι σπουδαίο, που μόνο η φαντασία σου μπορεί να συλλάβει. Και μόλις το συλλάβει το κάνει κτήμα της και είναι πια σαν πραγματικό...
Λες, μπορούσα να πετάξω τόσα χρόνια και δεν τό κανα !
Πολλά τέτοια παραδείγματα μπορούμε ν' αναφέρουμε εκτός απ' το περπάτημα. Τη δύναμη του ανθρώπινου μυαλού, το καλλιτεχνικό ταλέντο, την ομιλία, την ανθρώπινη θέληση , πράγματα που μπορούνε να σε πάνε μακριά, να σ' απελευθερώσουν , να σου δώσουν δύναμη, να σε κάνουν να πετάξεις.
Οταν μπορείς να πετάς σημαίνει ότι πια δεν έχεις βάρος, είσαι ελαφρύς, έχεις καλή διάθεση και έχεις ξεπεράσει τις εμμονές και τις προκαταλήψεις που σε κρατάνε δεμένο στη γή. Υστερα, βλέπεις από ψηλά όλα γύρω και έχεις μια γενική εποπτεία, κάνεις αφαίρεση ώστε ν' απομείνει η ουσία κι ότι πραγματικά έχει αξία.
Αυτό όμως, μπορείς να το πετύχεις χωρίς να πετάξεις πραγματικά. Μπορείς να το πετύχεις ας πούμε με τη δημιουργία, το χορό ή την ακρόαση μουσικής.
Η ουσία λοιπόν, είναι όχι η ίδια η "πτήση" αλλά το βαθμιαίο πέρασμα από μια κατάσταση στατική σε μια κατάσταση κίνησης, από την κατάθλιψη στη χαρά, από τη σοβαρότητα στην εύθυμη διάθεση, από την πλήξη στην ουσιαστική ζωή, από την απραξία στη δραστηριότητα, από το αδιέξοδο στη λύση, από τον πόνο στην απόλαυση.
Οταν ξυπνάω το πρωί μου έχει μείνει η αίσθηση της ικανοποίησης ότι έχω κάνει ένα ακόμη πέταγμα. Είμαι τόσο πολύ σίγουρος ότι είναι πραγματικό το γεγονός αυτό που συμπεριφέρομαι σα να το έχω ζήσει. Φαντάζομαι τον εαυτό μου, να μην κρατιέται και να αποκαλύπτει το μυστικό σ' ένα φίλο : Ξέρεις, μου συμβαίνει κάτι απίστευτο. Θα με περάσεις για τρελό ! Εχω την ικανότητα να πετάω. Οχι πολύ ψηλά. Απλά χάνω την αίσθηση του βάρους.
- Μπορείς να μου το δείξεις ?
-Θα κάνω μια προσπάθεια. Βλέπεις, βλέπεις ?
-Δεν βλέπω τίποτα
-Να, να κύττα !
-Μμμ, κάτι βλέπω !
Αντιγράφω απ' την "Ασκητική" του Καζαντζάκη : "Δε δέχουμαι τα σύνορα, δε με χωρούν τα φαινόμενα, πνίγουμαι ! Την αγωνία τούτη βαθιά, αιματερά να τη ζήσεις, είναι το δεύτερο χρέος. Ο νούς βολεύεται, έχει υπομονή, του αρέσει να παίζει΄ μα η καρδιά αγριεύει, δεν καταδέχεται αυτή να παίξει, πλαντάει και χιμάει να ξεσκίσει το δίχτυ της ανάγκης.
Να υποτάξω τη γής, το νερό, τον αγέρα. να νικήσω τον τόπο και τον καιρό, να νιώσω με ποιούς νόμους αρμολογούνται κι έρχουνται και ξανάρχουνται οι αντικαθρεφτισμοί που ανεβαίνουν από την πυρωμένην έρημο του νου, τι αξίαν έχει? Ενα μονάχα λαχταρίζω : να συλλάβω τι κρύβεται πίσω από τα φαινόμενα, τι είναι το μυστήριο που με γεννάει και με σκοτώνει, κι αν πίσω από την ορατή ακατάπαυστη ροή του κόσμου κρύβεται μια αόρατη ασάλευτη παρουσία. Αν ο νους δεν μπορεί, δεν είναι έργο του να επιχειρήσει πέρα από τα σύνορα την ηρωική απελπισμένη έξοδο, νά' ταν να μπορούσε η καρδιά μου!"


μύγα στο γάλα

Εχω πιεί κάνα-δύο ποτηράκια παραπάνω και νοιώθω οικειότητα μ' αυτή την περίεργη παρέα από απλούς καθημερινούς ανθρώπους που δεν τους έχω ξαναδεί ποτέ στη ζωή μου όμως ο καθένας τους κάτι κακό μου θυμίζει χωρίς να ξέρω τι !
Η παρέα συζητάει επί παντός επιστητού με ύφος "χαβαλέ" ανακατεύοντας χυδαίες ιστορίες , διάφορα κατορθώματα με τσακωμούς, λεφτά, πολιτική, αυτοκίνητα. Κλείνουνε το μάτι πονηρά ο ένας στον άλλον σα να είναι μέλη μιας φατρίας με υπόγειες δοσοληψίες.
Σας έχει τύχει ποτέ να θέλετε να φωνάξετε και να μην μπορείτε; Κάτι ανάλογο μου συμβαίνει αυτή τη στιγμή. Αισθάνομαι σα να μην υπάρχω ! Η μάλλον σα να μην γίνεται αισθητή η παρουσία μου. Οσες φορές δοκίμασα να πω κάτι, ένοιωσα ότι κανένας δεν κατάλαβε τίποτα, ενώ κάποιοι -συνήθως γυναίκες- με κυττάζανε συγκαταβατικά σα να μου κάνανε χάρη ή από οίκτο ή κάτι τέτοιο...
Εγώ όμως συνεχίζω να συμμετέχω σ' αυτό το συνάφι σχεδόν μαζοχιστικά, σα να βλέπω μια ταινία που δεν μ' αρέσει, αλλά δεν θέλω να χάσω το τέλος της.
Εχω δοκιμάσει όλες τις κλισέ εκφράσεις, λέω οτιδήποτε λέγεται και υποδύομαι τον πιο εύχερο συμπαθητικό χαρακτήρα που μού΄ρχεται στο μυαλό ! Ομως η παρέα από μια παράξενη συνεννόηση ή μια ανώτερη επικοινωνία μ' έχει αποβάλλει νοητά απ' το οπτικό της πεδίο σαν κάτι παρείσακτο.Ενας μάλιστα που καθόταν δίπλα μου, δοκίμασε να καθίσει πάνω μου. Σα να αγνοούσε τελείως την παρουσία μου. Δεν νομίζω ότι το βογγητό μου τον πτόησε στη χυδαία μετακίνησή του. Απλά δεν βολεύτηκε και γύρισε στην καρέκλα του...
Κάποια στιγμή παύσης των ομιλιών, δοκίμασα να πάρω τον λόγο αλλά ατύχησα. Διηγήθηκα ένα περιστατικό που μου συνέβη και το οποίο θεώρησα ότι ήταν εντυπωσιακό ! Ομως προτού τελειώσω την ιστορία κάποιος άρχισε αγενώς να μιλά παράλληλα με μένα και μάλιστα να συγκεντρώνει όλη την προσοχή που μάταια και με χίλιους κόπους είχα κατορθώσει να τραβήξω.
Κοκκίνησα απ' το κακό μου κι άρχισα να νοιώθω αμήχανα...
Υπήρχε μια διάχυτη συνωμοτικότητα, ενδεχομένως και εις βάρος μου.Δεν ξέρω αν ήταν πραγματικότητα ή κομμάτι της φαντασίωσής μου. Ομως εκείνη τη στιγμή λίγο μετρούσε. Μου φαινόταν ότι όλοι μα όλοι γελούσαν μαζί μου. Ελεγαν χυδαία αστεία και πειράγματα για ντροπαλά ανθρωπάκια και για κάποιους περίεργους και απροσάρμοστους χαρακτήρες.Εμοιαζε σαν, η αντιπάθειά τους για μένα να έδινε μια ιδιαίτερη συνοχή και συντροφικότητα στην παρέα.
Ενας τύπος που με είχε περιζώσει απ' την άλλη μεριά και με τον οποίο είχαμε ανταλλάξει μόνο μια καλησπέρα, γελούσε δυνατά στ' αυτί μου σα να τό κανε επίτηδες.
Σε μια στιγμή - μου φάνηκε ίσως- γύρισε και μου ψιθύρησε με μπερδεμένες, μεθυσμένες φράσεις "Μην κουνάς το τραπέζι βρέ ηλίθιε !"
- "Τι είπες ; " , του λέω.
Κάτι ακατάληπτο μου απάντησε με ύφος δήθεν απολογητικό...
Δεν μπορώ να πιστέψω τέτοια συμπεριφορά. Πιστεύω ότι τη φαντάστηκα. Κάτι μου συμβαίνει, δεν είμαι καλά. Αποφασίζω να σηκωθώ...Ομως δεν μπορώ ! Κάτι με τραβάει προς τα κάτω. Σα να είμαι 200 κιλά. ΟΧΙ πρέπει να σταματήσει αυτό. Πρέπει να το διακόψω. Πρέπει, πρέπει...
Αρχίζω να τραβάω το τραπεζομάντηλο ! Μερικά ποτήρια πέφτουν. Το κρασί λερώνει.
Ενας προλαβαίνει και μου κρατάει το χέρι βίαια ! Με κυττάζει απειλητικά στα μάτια.
Νοιώθω να βρυχώμαι σα ζώο !!!! Οι άλλοι συνεχίζουν τη διασκέδαση τους σα να μην τρέχει τίποτα.



Image



Πλύθηκα, ντύθηκα κι έκατσα λίγο μπροστά στον καθρέπτη να χτενιστώ.
Δεν είμαι σίγουρος ότι αυτός που βλέπω στον καθρέπτη είναι ο ίδιος μ' αυτόν που βλέπει όλος ο κόσμος.
Είμ' ωραίος, άσχημος, νέος, γέρος ούτε καν ξέρω...
Πολλές φορές εκεί απέναντι βλέπω ένα παιδί !
Πάντως τη σημερινή μου ηλικία είναι σίγουρο ότι αρνούμαι να την αναγνωρίσω...
Τι με κοιτάζεις?
Με κοιτάζεις που σε κοιτάζω καθώς με κοιτάζεις να σε κοιτάζω ?
Τι ανεπαίσθητες μικρές εκλάμψεις δημιουργεί στο βλέμμα η θέα του ειδώλου μου ! και δεν ξέρεις ποιό προηγείται: το είδωλο είναι που τρομάζει πρώτο η ο εαυτός μου ?
Παίρνω βαθειές ανάσες για ν' αντιμετωπίσω τον κόσμο. Δοκιμάζω να χαμογελάσω, λέω ένα αστείο στον εαυτό μου, σφυρίζω αδιάφορα.
Αχ αυτά τα χέρια. Ποτέ να μην έχω τι να τα κάνω!
Συνεχώς προδίδουν το πως αισθάνομαι !
Φοβάμαι κάποια στιγμή ότι θα επαναστατήσουν και θ' αρχίσουν να κινούνται ανεξέλεγκτα, θ' αρχίσουν να χαϊδεύουν ανάρμοστα κάποια πρόσωπα ή να κάνουν περίεργες χειρονομίες...Καλύτερα να τα φυλακίσω στις τσέπες μου.
Ας κάνω μια πρόβα στο μυαλό μου: τι μέρα είναι σήμερα, ποιά είναι η πρωτεύουσα του Σουδάν, ποιοί είναι οι κυριώτεροι σκηνοθέτες της Nouvelle Vague, ποιό είναι το τετράγωνο του 26 ?
Δεν δίνω σημασία και πολύ στους ανθρώπους. Ο καθένας έχει τους δικούς του λόγους να συμπεριφέρεται ανάλογα.Εγώ δεν έχω σχέση καθόλου μ' αυτούς τους λόγους.
-Γειά σας τι κάνετε?(χαμόγελο)
-καλά εσείς (χαμόγελο)
-μια χαρούλα
σφίξιμο των χεριών, φίλημα σταυρωτά.
-θα χαρώ να σας ξαναδώ.
-σας εύχομαι τα καλύτερα
Προσποιήσεις, υπαινιγμοί, ελιγμοί, προσβολές, εκφράσεις θαυμασμού, προφάσεις.
Και το κυριώτερο : Προσπάθησε ν' αποκτήσεις συνεχή δυναμική και ροή.Σα να χορεύεις. Μη σταματάς. Για κανένα λόγο...
Βγαίνω στον κόσμο !
Ομως δεν έχω διάθεση να μιλήσω σε κανένα.Πηγαίνω σε μια γωνίτσα μόνος μου και κοιτάζω το υπερπέραν...


Chaos



Μιά εξουσία περιορίζει αυθαίρετα το χρόνο μιας μέρας και οι άνθρωποι διαρκώς προσαρμόζονται σ' αυτό. Αυτό γίνεται προοδευτικά και λίγο-λίγο μέχρι που οι άνθρωποι γίνονται αυτόματα : κινούνται γρήγορα, σαν σπαστικές μαριονέτες, χωρίς να προλαβαίνουν να σκεφτούν.
Για να μην μπορούν να θυμούνται σε ποιά κατάσταση ήσαν παλιότερα έχουν εφεύρει ένα καινούργιο φθηνό ποτό : "το πιοτί της λησμονιάς" : τη ντέρα.
Τα παιδιά που μεγαλώνουν μαθαίνουν σ' αυτή την κατάσταση πιο εύκολα χωρίς τη βοήθεια της ντέρα.
Στο τέλος ο χρόνος κινείται με ιλιγγιώδη ταχύτητα, η σκέψη γίνεται παραληρηματική-ποιητική και ο άνθρωπος νομίζει ότι γερνάει ή ότι οδηγείται στον θάνατο με ιλιγγιώδη ταχύτητα...
Ενας όμως, ο ήρωας θ' αποφύγει τη ντέρα και θα σηκώσει μπαϊράκι σ'όλο αυτό ! μόλις δει στον καθρέπτη ότι τα μαλλιά του και τα γένια του δεν μεγαλώνουν ανάλογα με το υποτιθέμενο πέρασμα του χρόνου.
Ύπάρχει μια διαδικασία ανακατασκευής μετά θάνατον και οι άνθρωποι ελπίζουν να ξαναζήσουν αφού πεθάνουν, όμως αυτή είναι ιδιαίτερα δαπανηρή και για λίγους. Ως τόσο όλοι ελπίζουν και δεν τους νοιάζει πια ο θάνατος...

Ο ήρωας λέει :
Προσπαθώ να θυμηθώ ποιός είμαι, που γεννήθηκα, τι κάνω εδώ... Το μόνο που θυμάμαι είναι διαδικασίες. Λειτουργίες. Τίποτε άλλο. Μια ζωή πατάω κουμπιά, ελέγχω, ρυθμίζω, προγραμματίζω, είμαι μηχάνημα, εργάζομαι.
Κάποτε είχα ανάγκη τους άλλους ανθρώπους δεν είχα απόλυτη ισορροπία μέσα μου, κάτι με πίεζε, έκανα πράγματα τυχαία, αυθόρμητα. Τώρα όμως είμαι ήσυχος...Γνωρίζω τα πάντα, ελέγχω, σκέφτομαι και κινούμαι γρήγορα. Είμαι παραγωγικός. Δεν πονάω, δεν αγαπάω, λειτουργώ. Δεν ανησυχώ, κινούμαι σωστά.
Το μυαλό μου πετάει, ελευθερώνεται στο διάστημα, ψάχνει νέους κόσμους. Μου λένε, είμαι γυιός του κόσμου, του σύμπαντος και εκεί ανήκω. Ο άνθρωπος πάει μπροστά, γίνεται καλύτερος κι εγώ συμβάλλω σ'αυτό. Δημιουργώ μέσα μου τον καλύτερο άνθρωπο.
Ομως κάτι, κάπως δεν πάει καλά !
Νοιώθω σαν όχημα δίχως φρένα που κινείται με ταχύτητα στον κατήφορο ! Στ' αυτιά μου ακούω έναν συνεχή θόρυβο, σαν φασαρία.
Ποιός μιλάει ? Γιατί δεν σταματάει ?
Η μέρα δεν διαφέρει απ' τη νύχτα, τα ίδια και τα ίδια ανακυκλώνονται κι όταν ξυπνάω το πρωί σκέφτομαι τη στιγμή που θα πέσω για ύπνο !
Βαρέθηκα ! Δεν είμαστε έτσι παλιά...Δεν αισθάνομαι τίποτα.Δεν προλαβαίνω να κάνω τίποτα. Νοιώθω ότι η ζωή μου είναι μιά ανάμνηση. Κι αυτή όμως βαστάει λίγο. Τώρα δεν ζώ, αλλά σε λίγο θα θυμάμαι τουλάχιστον ότι έκανα αυτή τη δήλωση. Επομένως αυτό σημαίνει ότι με κάποιο τρόπο αυτή τη στιγμή υπάρχω.
Δεν ξέρω ποιός είναι ο προορισμός μου μόνο ξέρω ότι πρέπει να κάνω κάποια πράγματα στη διάρκεια της μέρας. Δεν θυμάμαι...
Κάποτε ήμουνα παιδί , αισθανόμουν, χαιρόμουν, ζούσα. Και μετά από λίγο έγινα μεγάλος. Τι έγινε ο ενδιάμεσος χρόνος ? που πήγε ?
Θέλω να ζώ κάθε μέρα χορταστικά, να γεύομαι, ν' αγαπάω, να μυρίζω, να κάνω ότι θέλω.
Οι άλλοι άνθρωποι όμως με κοιτάζουν περίεργα...
Προσπαθούν να μου μάθουν εκφράσεις όπως : Τι να κάνεις - Ισως - Δεν βαριέσαι-ας τα να πάνε-έτσι είναι η ζωή-κοίτα τη δουλειά σου
Σε δέκα χρόνια η ζωή σου θα είναι ίδια και χειρότερη. Σα να μην πέρασε μια μέρα.Ζυγώνει η καταστροφή. Ιδού το Χάος. Και μή χειρότερα. Αγωνία, άγχος να γλυτώσουμε απ' τα δύσκολα, υπομονή λίγο ακόμη για να γλυτώσουμε απ' το φόβο.

Το καπάκι της κατσαρόλας

Με κυνηγάνε όλοι...Το παραμικρό βλέμμα ή κίνηση σημαίνει συνεννόηση ότι είμαι κάτω από παρακολούθηση. Οποιοδήποτε γεγονός, συμβαίνει σαν επακόλουθο αυτής της καταδίωξης ή κατά ένα περίεργο τρόπο τα πάντα έχουν μια παραφυάδα που συνδέεται με την κατάσταση μου !
Κι αυτή είναι πολύ άσχημη...
Δεν ξέρω τι ακριβώς έχω κάνει, όμως νοιώθω προοδευτικά να ξετυλίγεται το κουβάρι της αποκάλυψης του εγκλήματος που έχω διαπράξει. Ας πούμε πιάνομαι από μια λέξη. Συζητάω απλά με κάποιον και λέει σε μια στιγμή :
 - Πιάσ' το αυγό και κούρευτο.
 - Ποιό δεν κατάλαβα
 - Πιάσ' το αυγό και κούρευτο, το λες για μένα επειδή δεν έχω κουρευτεί !
 - Όχι ρε κοπέλα μου, είσαι καλά ?
 - Εγώ είμαι καλά, εσύ όμως όπως βλέπω ξέρεις τα πάντα για μένα,ότι δεν έχω  
   κουρευτεί ας πούμε...
 - Καλά, καλά  γειά σου τώρα.
Υπάρχει γύρω μου απλωμένο ένα τεράστιο δίχτυ. Η παραμικρή κίνηση, μεταφέρεται με γρανάζια στην κίνηση του δείχτη του ρολογιού που μετράει αντίστροφα το χρόνο μέχρι τη σύλληψή μου. Αργά, μεθοδικά μαζεύονται τα στοιχεία που συνθέτουν το puzzle της κατηγορίας εναντίον μου.
Ας πούμε, ο Κώστας καθαρίζει τα τζάμια.Όμως ταυτόχρονα μαζεύει τ' αποτυπώματα που τυχόν έχω αφήσει. Ο Κώστας καθώς μιλάει με την Μαρία της μεταφέρει με κώδικα αυτά τα στοιχεία.
Π.χ. της λέει "καλημέρα Μαρία". Το  "καλημέρα" στον κώδικα σημαίνει : "υπάρχουν αποτυπώματα στα τζάμια". "Στις ομορφιές σου είσαι σήμερα" σημαίνει : "πήγαινε και πες στον υπεύθυνο ότι η διαδικασία αποκάλυψης προχωράει".
Δεν τους αντέχω άλλο ! Να εξαφανιστούν να μην τους ξαναδώ...Τόσα χρόνια με κυνηγάνε ! Τι θέλουν από μένα ?
Όπου πηγαίνω τους βλέπω μπροστά μου. Ξεροβήχω και μουρμουράω αδιάφορα για να τους δείξω ότι τους αναγνώρισα. Τέρμα το κρυφτούλι. Δεν τους φοβάμαι. Την επόμενη φορά θα τους αντιμετωπίσω έστω και με τη βία.
Το πρώτο πουτ...άκι που θα μασήσει τσίχλα επιδεικτικά θα φάει μπουνιά !
Ο πρώτος γελοίος που θα φυσήξει στα μούτρα μου μαύρο θα φάει φτήσιμο !
"Μάσημα τσίχλας " γι αυτούς σημαίνει ότι μ' έχουν εντοπίσει και με κοροϊδεύουν.
"Κάπνισμα μαύρου και φύσημα στα μούτρα μου" σημαίνει ότι θέλουν να με μεθύσουν και να με εκμεταλλευτούν.
Βαρέθηκα τα περίεργα και και ειρωνικά βλέμματά τους. Όπου πηγαίνω με κοιτάζουν με κακία.
Τι κοιτάζουν ? Τους φαίνεται κάτι περίεργο ?
Πρώτη φορά βλέπουν άνθρωπο με κατάθλιψη ? Τι τους φαίνεται περίεργο ? Που καμπουριάζω λίγο και είμαι ατημέλιτη ? Ας είχαν κι αυτοί τα προβλήματα που έχω εγώ και θα βλέπαμε !
Ας ήταν κι αυτοί κλεισμένοι είκοσι χρόνια σ' ένα σπίτι , να μην έχουν κανένα πρόγραμμα,όλη μέρα να το ξύνουν και σου λέω εγώ !
Χάπια, χάπια, χάπια.
Να μην ξεχάσω τα πρωϊνά, μόλις σηκωθώ, μετά τα μεσημεριανά και τέλος τα βραδυνά. Να μην μπορώ να περπατήσω, να μιλήσω, να πιω ένα ποτό.
Τα χάπια είναι η λύση για τους εφιάλτες, τις παραισθήσεις, τις έμμονες ιδέες, λένε οι γιατροί, εγώ όμως βλέπω ότι τα χάπια είναι η λύση για τη διακοπή της ίδιας της ζωής. Όλη μέρα σέρνομαι, παραλημένη, χωρίς φλόγα, χωρίς χαρά, χαμένη στις ηλίθιες σκέψεις μου.
Ευτυχώς που υπάρχει και το τσιγάρο. Με λυτρώνει, μ' ανακουφίζει, με ηρεμεί.
Εκεί που πάω να ζήσω, να αισθανθώ να παθιαστώ με κάτι έρχεται ο εφιάλτης : πρέπει να πάρεις το χάπι σου ! Γιατί για ποιο λόγο ? Δεν είμαι τρελή...Εσάς αν σας κυνηγούσε μια συμμορία παντού όπου πηγαίνετε τι θα κάνατε ? Δε θα φωνάζατε, δε  θα βρίζατε, δε θα θυμώνατε ?
Αυτό κάνω κι εγώ...
Βλέπετε τίποτε το παράλογο ?
Μια φορά είδα στην τηλεόραση το γνωστό μεγαλοδικηγόρο Καρνέζη να διαφημίζεται σαν μπήχτης, καρδιοκατακτητής. Είναι κοντός, θρασύς, επιθετικός, ανακατεύεται σε όλα : αθλητισμό, πολιτική, δικηγορία, κοινωνικά θέματα. Όπου και να σταθείς τον βλέπεις. Περιοδικά, τηλεοράσεις, εφημερίδες.
Σέρνει από πίσω του έναν μύθο άντρα που χώνεται και βάζει κάτω τη γυναίκα. Ταυτόχρονα είναι γελοίος- σκέτη καρικατούρα. Πομπώδης, εγωπαθής...Ακριβώς  όπως είναι και το αντρικό μόριο. Καμαρώνει ορθό και στεντόριο, απειλεί θεούς και δαίμονες. Λυσσάει και χυμάει...
Κάποια στιγμή εκτοξεύεται και μπήγεται στο μυαλό μου. Παίρνει χίλιες μορφές. Πότε γίνεται Καρνέζης, πότε ο Θοδωρής ο ταξιτζής που μου την είχε πέσει κάποτε, πότε ο ένας. πότε ο άλλος.
Είναι το σύμβολο της επιθετικότητας, της εξαπάτησης, της εκμετάλλευσης, της αποπλάνησης.
Τι θέλεις ρε γελοίε πάλι από μένα ?
Τι θέλεις ρε κοντοστούπη, χαμένε, ρεζίλη ? Αυτό θέλεις, αυτό ?
Πάρτο ρε μαλ...., πάρτο.
Νάτο ρε, πάρτο.
Γάμ.....με ρε, γάμ...με.ρε γελοίε, γάμ....με !!
Κυνηγάνε να το γαμ...ουν !
Κυνηγάνε να το γαμ...ουν !
Κυνηγάνε να το γαμ...ουν !
Παντού όπου στραφώ, βλέπω λιγούρηδες, σάλια να τρέχουν, φουσκωμένα υπογάστρια, βλέμματα λάγνα. ¨Οπου και να κινηθώ μου βάζουν χέρι, με χαϊδεύουν. Η λαγνεία σιγά-σιγά γίνεται κακία, η διέγερση γίνεται μίσος, το πάθος γίνεται επιθετικότητα.
Δεν το αντέχω όλο αυτό. Κάποια στιγμή θα υποχωρήσω και θα αφεθώ να γίνω βορά του πλήθους. Η φτωχή κακομοίρα γαζέλα γίνεται θύμα των λεόντων που την ξεσκίζουν. Άλλος της τραβάει το παντελόνι, άλλος το μπουφάν. Μου σκίζουν τα ρούχα, με χτυπάνε και γω κάθομαι κάτω παθητικά περιμένοντας το θάνατό μου. Έναν οδυνηρό, βασανιστικό θάνατο.
Θέλω κι εγώ να γίνω ένα με τον κόσμο, τους κοιτάζω και τους επιθυμώ. Ερωτεύομαι, σμίγω με τους άλλους αλλά αυτή η επιθυμία σε λίγο γίνεται εφιάλτης. Νοιώθω να μου λένε : η επιθυμία σου αυτή είναι ευκαιρία για μας. Είναι αφορμή να σε συντρίψουμε. Τους κοιτάζω και νομίζω ότι αυτό που θέλω εγώ το θέλουν κι αυτοί. Όμως δεν είναι έτσι. Αυτοί θέλουν πολλά περισσότερα. Με καρφώνουν με τα ηλίθια βλέμματά τους γεμάτα απειλές και κακία.
Μοιάζει να συμβαίνει το εξής : με τα μάτια και τη γλώσσα του σώματος, εκπέμπω την επιθυμία, αυτοί την εισπράττουν και την μετασχηματίζουν σε κάτι κακό που το επιστρέφουν στον αρχικό πομπό. Γι αυτό γεμίζω κακία. Είμαι ο φορέας όλης της κακίας του κόσμου.
Πολλές φορές αυτή η κακία, εκφράζεται με οίκτο, άλλες πάλι με λοιδορία.
Δεν το αντέχω όλο αυτό ! Θέλω ν' αντιδράσω, να φωνάξω, να ουρλιάξω : ΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑ
Φύγεται ρε πούστηδες απ' τη ζωή μου. Αφήστε με.
Θα σας κάνω μήνυση, θα σας κάνω μήνυση, θα σας κάνω μήνυση .....
Θέλω ν' απαλλαγώ, θέλω ν'απαλλαγώ, θέλω ν'απαλλαγώ.
Λέω συνεχώς συνθήματα, σαν μαγικές λέξεις, ξόρκια που στρέφονται κυρίως προς τα μένα, για ν' απαλύνουν τον πόνο μου, το φόβο μου.
Το κεφάλι μου πονάει, η καρδιά μου χτυπάει, έχω άγχος, δεν ξέρω τι θέλω, νοιώθω να πνίγομαι....
Θέλω να βγω έξω, όμως έξω παραφυλάνε τα θηρία...
Μέσα έχω πανικό, έξω φόβο. Δεν ξέρω τι να επιλέξω. Είμαι το κέντρο του σύμπαντος. Όλα περιστρέφονται γύρω από μένα. Ότι συμβαίνει, εμένα έχει αφορμή και καταλήγει σε μένα. Ο κόσμος κινείται για μένα. Ότι συμβαίνει γύρω έχει σκοπό να με καθυποτάξει.
Η τεράστια πόλη γύρω μου μετασχηματίζεται σ' ένα μικρό χωριό όπου περιδιαβαίνουν οι ίδιες και απαράλλακτες φάτσες. Ο Καρνέζης, ο Θοδωρής ο ταξιτζής. το Χριστινάκι το πουτανάκι, ο Ελευθερόπουλος. Κάθε μέρα προοδευτικά σφίγγουν τον κλοιό. Χίλια διαφορετικά πρόσωπα έχουν γίνει πέντε το πολύ συγκεκριμένα. Γύρω μου έχει στηθεί ένα σκηνικό παραπλάνησης, εξαπάτησης.
Αλλά έχουν γνώση οι φύλακες. Τους έχω πάρει χαμπάρι. Προσπαθούν να μεταμφιεστούν αλλά τους καταλαβαίνω. Και συνεχώς τους αποκαλύπτω.
Πίσω κερατάδες !
Πίσω κερατάδες !