Πέμπτη 24 Ιουλίου 2014

Τα παιδικά χρόνια είναι η αέναη προσπάθεια του ανθρώπου να αφυπνίσει έναν καινούργιο κόσμο...

Καταλυτικό ρόλο στις σχέσεις του Τάκη με τα άλλα παιδιά της γειτονιάς έπαιζε ο αδελφός του ο Γιάννης. Για να το εξηγήσω καλύτερα, ο Κώστας ας πούμε τον αντιπαθούσε τρομερά, όμως ταυτόχρονα συμπαθούσε το Γιάννη και για χάρη του βασιλικού ποτιζόταν κι η γλάστρα ! Υπήρχαν όμως παιδιά όπως ο Νίκος κι ο Βασίλης που μπορούσε να κάνει χωριό ! Περισσότερο όμως τα παιδιά της γειτονιάς έλκονταν απ' το Γιάννη, που πραγματικά τα χαρίσματά του κάλυπταν ικανοποιητικά την αλαζονεία του και πάλι όμως αυτό όχι για πολύ ! Κάποια στιγμή γινόταν πιεστικός σε τέτοιο βαθμό που πια δεν τον αισθανόσουν σαν φίλο ...
Ο Τάκης μοιραία απολάμβανε τα κέρδη από αυτή την άσκηση γοητείας του αδελφού του, όμως αυτό αποδείχθηκε δίκοπο μαχαίρι  μιας και επαναπαύθηκε  κάτω από τις φτερούγες προστασίας του και παρέμεινε άτολμος ν' αρθρώσει έναν κώδικα επικοινωνίας με άλλους ανθρώπους. Φοβόταν ν' ανοιχτεί και μόνο με τον αδελφό του ένιωθε οικία...
Στο σχολείο όμως δοκιμάζονταν πράγματι οι προσωπικές του δυνάμεις. Εκεί έπρεπε μόνος του να δημιουργήσει σχέσεις, να συμπεριφερθεί κατάλληλα, να δει αν μετράει...
Τις πρώτες τέσσερις τάξεις λοιπόν του δημοτικού τις πέρασε στο 12ο δημοτικό με την ίδια δασκάλα η οποία δυστυχώς ακολουθούσε την τάξη του παιδιού της με το οποίο είχε τη «τιμή» να είναι συμμαθητής ! Και λέω δυστυχώς διότι όχι μόνο αυτό - δηλαδή το να είναι κάποιος δάσκαλος του παιδιού του- δεν ήταν και πολύ σωστό παιδαγωγικά, αλλά και διότι τέσσερα ολόκληρα χρόνια είχε πέσει σε παραγκωνισμό. Ο λόγος απ' όσο μπορούσε να εξηγήσει πολύ αργότερα, πρέπει να ήταν ότι αυτός- ο Τάκης -ήταν τελείως διαφορετικός χαρακτήρας από τη δασκάλα ! Αυτή ήταν κάπως επιδεικτική, ενώ εκείνος μάλλον ντροπαλός. Δεν κατάφερε να αναδείξει τα ταλέντα που είχε όπως το γράψιμο κι η ζωγραφική...
Αργότερα σε μια συνάντηση παλιών συμμαθητών την ξαναείδε. Ήταν ίδια εξωτερικά, αλλά φαινόταν να είχε χάσει το στόμφο που είχε, ο λόγος απ' ότι του εξομολογήθηκε όλως περιέργως προσωπικά, ήταν ότι ταλαιπωρήθηκε για χρόνια με τη φροντίδα του άντρα της που είχε χτυπήσει σε τροχαίο και είχε μείνει ανάπηρος, ενώ  έγινε μάρτυρας ενός χαμηλόφωνου καβγά ανάμεσα σ' αυτή και την κόρη της.Δεν αισθάνθηκε καμιά δικαίωση με το περιστατικό, απλά θυμήθηκε μια έντονη εικόνα που είχε απ' αυτή και την κόρη της, στα διαλείμματα, όταν μάταια προσπαθούσε να την ταϊσει μια μπανάνα κι εκείνη αντιδρούσε με σπαρακτικές κραυγές !!!
Κάτι άλλο που του έχει μείνει απ' αυτή σαν εφιάλτης, είναι η τρομάρα που έπαιρνε όταν τον ξυπνούσε η αγριοφωνάρα της και τα συνακόλουθα χαχανητά των συμμαθητών, σε μερικές ευτυχισμένες απόπειρες νοητικής φυγής  απ' το μάθημα : « Κετένογλου που βόσκεις !!!!» μπέρδευε τ' όνομα του με του Κετένογλου αλλά αυτό το είχε επαναλάβει τόσες πολλές φορές, που πια ο Τάκης άκουγε και στο όνομα Κετένογλου.....
Όμως οφείλει να αναγνωρίσει ότι αυτή του έβαλε τις πρώτες βάσεις. Θυμάται πόσο μελωδικά τους έδειχνε πως να κάνουνε ανάγνωση ή πάλι την εντυπωσιακή καλλιγραφία της. Επίσης γεωγραφία, ιστορία...
Ανάμεσα στους συμμαθητές του είχε τη φήμη καλού ζωγράφου.
-Ελα ρε ζωγράφισέ μου ένα ανθρωπάκι !
Στα διαλείμματα υπήρχε μια παραφορά, ένας χαμός....Τρέχανε ουρλιάζανε, χοροπηδούσαν δίχως λόγο ! Καταστρώνανε αυτοσχέδια παιχνίδια, αγκαλιαζόντουσαν, παλεύανε !
Στις αίθουσες μέσα ακόμη θυμάται πως μύριζε το δέρμα απ' τις σχολικές τσάντες, τα μεγάλα πράσινα θρανία τα χαρακωμένα πλήρωναν εκείνα τις ατέλειωτες χαμένες ώρες που δεν περνούσαν με τίποτε. Όμως από κείνα τα χρόνια έχουν μείνει στο μυαλό έντονα κάποιες στιγμές : Όταν έβρεχε και χτυπούσαν οι σταγόνες στα τζάμια, οι κεραυνοί και ο γλυκός φόβος που  ενέπνεαν. Η μυρωδιά του χώματος μετά τη βροχή, το περπάτημα κάτω απ' την ομπρέλα και η ανάγνωση κειμένων του αναγνωστικού με ιστορίες από γραφικούς αγρότες και καλοκάγαθες γιαγιάδες.
               
                                            Αναγνωστικό Β' Δημοτικού 1967
                                                            Το όργωμα
                  «Την  άλλη μέρα οι γεωργοί επήγαν στα χωράφια τους. Επήγαν για να οργώσουν. Τραγουδούν χαρούμενοι. Ο μπάρμπα Σπύρος με το Στέφανο επήγαν από τους πρώτους.....»

                                                            Ο χειμώνας
                                                  «  Ο χειμώνας ήλθε πάλι
                                                    κι όλοι γύρω στο μαγκάλι
                                                    έχουν μαζευτεί
                                                    Ρίχτε κάστανα στη θράκα
                                                    παραμύθια η γιαγιάκα
                                                    θά' ρθη να μας πή.»

Ο μπάρμπα Σταμάτης ο παπουτσής, τσίρι- τσίρι-τσιριτρό-τσιριτρό-τσιριτρό...........
Τα αναγνωστικά είχαν ιστορίες από καθημερινούς βιοπαλαιστές, τη σειρά των εποχών, τη θρησκεία, την πατρίδα, την οικογένεια....Δημιουργούσαν μια εικόνα επίπλαστης ευτυχίας που σπάνια τη συναντήσαμε όταν μεγαλώσαμε. Τους πιο πολλούς απ' αυτούς τους θεσμούς αργότερα τους περάσαμε από χίλιες κρησάρες και αναθέματα,  όμως εγώ προσωπικά αισθανόμουν μια ασφάλεια και μια ηρεμία, τα οποία προετοίμαζαν την επερχόμενη θύελλα ? Δεν ξέρω.
Η πρωϊνή προσευχή ξεκινούσε με έπαρση σημαίας και θρησκευτικό ύμνο : «Συ που κόσμου κυβερνάς και χαρά στη γη σκορπάς...» Φορούσαμε ποδιές και τρώγαμε ξύλο με το χάρακα στην παραμικρή σκανταλιά. Ακόμη θυμάμαι πως έτριβα τα χεράκια μου μετά τις ξυλιές. Οι παλάμες κοκκίνιζαν και πρήζονταν.Θυμάμαι κάτι νοσηρό σαν αίσθηση κι από πείσμα έλεγα ότι δεν πονάω πολύ !
                                           
Ο Τάσος ο βάτραχος
Στη γειτονιά μας έμεναν κι άλλα παιδιά αλλά δεν κάναμε με όλα παρέα. Ο Τάσος λίγο παρακάτω από μας ήταν στην ηλικία του Γιάννη, ήταν ένα ψηλό, μελαχρινό αγόρι, ο εραστής της γειτονιάς, μετέπειτα μποέμ, ισόβιος άεργος. Έπαιζε πολύ καλές ρακέτες, ζούσε σαν πλουσιόπαιδο αφού ο πλούσιος πατέρας του, του είχε κόψει χαρτζιλίκι και κατά καιρούς μας μυούσε στον κόσμο του έρωτα και των ηδονών. Είχε από μικρός πολύ ανεπτυγμένες ορμές και κυνηγούσε σχεδόν μονομανιακά τα όμορφα κορίτσια του δημοτικού σχολείου. Λες και δεν υπήρχε άλλο πράγμα γι αυτόν, κάτι που σε μας φαινόταν περίεργα πρόωρο ή και παράξενο κάπως, αυτός το κατείχε σ' όλες του τις διαστάσεις και πράγματι διέπρεψε σ' αυτό ! Δυστυχώς μόνο σ' αυτό...Μακάρι στη ζωή να είχαμε χρόνο να κάνουμε καλά περισσότερα πράγματα...
Θυμάμαι μας έπαιρνε μαζί του απλά να δούμε  το πιο όμορφο κορίτσι του σχολείου.
Τι χτυποκάρδι Θεέ μου ! Πραγματικό θαύμα να βλέπεις για πρώτη φορά την ομορφιά...Είναι δυνατόν αυτή να είναι η ομορφιά ? Δεν κραυγάζει, δεν έχει θράσος. Στέκεται εκεί, σεμνή, σιωπηλή και τέλεια, σαν μικρό θαύμα.
Όλη μέρα ασχολιόταν με την κόμμωση, τα ρούχα, τις κολόνιες του, τη γυμναστική αν και την τελευταία τη θεωρούσε κάπως ζόρι, ότι δηλαδή κάνει μια φιλάρεσκη δεσποινίς που ψάχνει να βρει γαμπρό.
Γενικά αυτού του παιδιού του άρεσαν τα ωραία, η μόρφωση, οι συζητήσεις, οι αρχαίοι ημών πρόγονοι, ο ευρωπαϊκός μοντερνισμός αλλά όλ' αυτά μόνο επιφανειακά, έτσι για να περνάει η ώρα..
Πήγε στη ζωή του με χίλιες γκόμενες, οι περισσότερες ξένες και διέθετε πλούσιο φωτογραφικό υλικό απ' αυτές τις συνευρέσεις. Τις βλέπαμε με ζήλια να περνάνε τα μεσημέρια στο δρόμο για το σπίτι του. Άλλες με ταγάρια, φουστάνες ή μίνι, παράξενα ντυμένες, κούκλες. Οι περισσότερες απ' αυτές πιθανά θα είχαν την ίδια αντίληψη μ' αυτόν για τη ζωή, δηλαδή το θέμα είναι πως να περνάμε ευχάριστα.. Τις ψώνιζε με πανομοιότυπο τρόπο, στο Κολωνάκι και στη Πλάκα αρθρώνοντας πέντε ψευτοαγγλικά. Όμως ήξερε καλά τη τέχνη. Ήταν άνετος, πλακατζής, πολυλογάς κι ανέμελος. Εξυπνάκιας και πειρακτήρι. Ζούσε σ' ένα κόσμο εικονικό, φανταστικό περισσότερο και όταν μιλούσε τα μισά απ' αυτά που έλεγε ήταν ψέμματα. Αναμείγνυε πραγματικές καταστάσεις με παραμύθια, ανέκδοτα, κορόϊδευε, χλεύαζε δεν μιλούσε ποτέ σοβαρά...
Δεν ωρίμασε ποτέ, δεν σκέφτηκε ούτε μια στιγμή το μέλλον, παρέμεινε ένα  άκακο, ανεύθυνο παιδί, ποτέ δεν καταπιάστηκε με κάτι δημιουργικό, κάτι που θα του μείνει σαν απόθεμα, δεν ήξερε να φτιάξει μια μπρίζα,, να βάψει ένα τοίχο, δεν έκανε ποτέ οικογένεια, απέμεινε μέχρι μεγάλος στο έλεος της μάνας του και  όταν  κόπηκε το χαρτζιλίκι απ' τον πατέρα του είδε τα δύσκολα και  άρχισε να κάνει απολογισμούς , ποιος είναι, που πηγαίνει- ήταν απλά  πια ένας ήρωας της παιδικής ηλικίας που ξέμεινε σε μια ντουλάπα όπως τα κόμικς και τα στρατιωτάκια , όταν το συνειδητοποίησε αυτό δηλαδή τι ήταν πραγματικά, έπαθε κατάθλιψη,  το έριξε στα ναρκωτικά και ησύχασε...
O Γιάννης του είχε βγάλει ένα παρατσούκλι το οποίο η παρέα το περιέφερε στις προσωπικές της κουβέντες χωρίς να τολμάει να τον φωνάξει μ' αυτό, εκτός βέβαια κι έφθαναν στα άκρα εξ αιτίας κάποιου καβγά...Ο Τάσος ο βάτραχος, βάτραχος εξ αιτίας του τρόπου που έτρεχε, άνοιγε πολύ τα πόδια του πίσω όταν έτρεχε....



Πέμπτη 17 Ιουλίου 2014

Τα παιδικά χρόνια είναι η αέναη προσπάθεια του ανθρώπου να αφυπνίσει έναν καινούργιο κόσμο...

Είναι ένα ζεστό καλοκαιρινό μεσημέρι. Κάθεται στη βεράντα του και παρατηρεί ήσυχα πρόσωπα και πράγματα.Τον λένε Νίκο. Το σπίτι του είναι ισόγειο. Μέσα στο πρώτο δωμάτιο είναι ξαπλωμένη η γιαγιά του η Κωνσταντίνα, η μάνα της μάνας του, 75 χρόνων, αρκετά παχιά και με δυσκολία στο βάδισμα.Αυτή έχει γεννηθεί στον Πόντο, μιλάει το ποντιακό ελληνικό ιδίωμα, μαγειρεύει ρώσικα φαγητά,. Έξω στο πεζοδρόμιο υπάρχουν δύο μεγάλοι ευκάλυπτοι. Το θρόϊσμα των φύλλων του κάνει συντροφιά. Δίπλα απ' το σπίτι του βρίσκεται ένα μικρό μπακάλικο, της κυρά- Παρθένας της θείας του- αδελφής της μάνας του. ¨Ολο το σπίτι του βρίσκεται το μεγαλύτερο μέρος της μέρας στη σκιά. Αυτό του φέρνει λίγο μελαγχολία και τον φοβίζει . Μετά ζηλεύει  τ' απέναντι σπίτι που το βλέπει ο ήλιος. Φως-σκιά, άσπρο- μαύρο...
Απέναντι και λίγο αριστερά βρίσκεται ένα διώροφο σπίτι. Είναι του κυρ Μιχάλη του αστυνομικού και της κυρα Ευτέρπης .Ο κυρ Μιχάλης και  η κυρα Ευτέρπη  έχουν δύο αγόρια, το μεγαλύτερο ο Γιάννης και το μικρότερο ο Τάκης. Ο Γιάννης είναι ο αρχηγός της γειτονιάς. Κατ' αρχάς είναι ο μεγαλύτερος, αλλά πέρα απ' αυτό δεν υπάρχει κάτι που ο Γιάννης δεν το κάνει στα παιχνίδια : Πηδάει απ' την ψηλότερη μάντρα, σκαρφαλώνει, τρέχει γρήγορα, παίζει καλή μπάλα, μιλάει και γράφει σωστά, πιο πολύ όμως τα επιδεικνύει όλ' αυτά με έπαρση και μπόλικο εγωϊσμό. Δικαιωματικά έχει πάρει το αξίωμα του αρχηγού. Ο Τάκης βρίσκεται στη σκιά του αρχηγού, όμως δείχνει να «κλέβει» λίγο και να εκμεταλλεύεται τη δόξα του !
Για παράδειγμα αν κάποιος τον πειράξει ή τον προσβάλλει, πείθει εύκολα τον αρχηγό να επιβληθούν απ' τα μέλη της παρέας κάποια μέτρα περιοριστικά εναντίον του ενόχου. Τέτοια μέτρα είναι να τον αποκλείουν απ' τα παιχνίδια. Πολύ σκληρά μέτρα πράγματι.
Είμαστε συμμορία-παρέα ? Όχι μια γειτονιά είμαστε και έχουμε αποκλείσει τις υπόλοιπες γειτονιές...Με τις οποίες ενίοτε κάνουμε πόλεμο. Πόλεμο ? Πετροπόλεμο. Δεν είναι λίγες οι φορές που έχουμε τραυματίες απ' αυτόν. Εμείς βρισκόμαστε στην οδό Σερρών. Ο κάθετος δρόμος προς τα κάτω λέγεται οδός Κίμωνος. Εκεί μένουν οι : Κυριάκος, Σωτήρης, Ηλίας. Έχουν βρει κάποιο τρόπο, ίσως έχουν νταραβέρι με κάποιο μαραγκούδικο και φτιάχνουν μακριά ακόντια....Από μακριά φαίνονται σαν εχθρική φυλή. Τους βλέπουμε στη γωνία που φωνάζουν και μας προκαλούν. Είναι μέχρι να πετάξει κάποιος την πρώτη πέτρα, μετά γίνεται χαμός. Αλλά τελειώνει γρήγορα το επεισόδιο με την παρέμβαση κάποιας μαμάς αφού γίνει τραυματισμός ή και προτού γίνει...Το «ενοικιαστήριο» , κοινώς το τσιρότο με το μπαμπάκι, είναι το παράσημο του πολέμου ή αλλιώς η απόδειξη του έμπειρου πολεμιστή....
Ο υπαρχηγός της γειτονιάς και πιο άξιος μετά το Γιάννη είναι ο Βασίλης. Συναγωνίζεται τον Γιάννη στα παιχνίδια, είναι «μάστορας» πιάνουν τα χέρια του.  Έχει κάτι πιο λαϊκό απ' τον Γιάννη. Έχει μεγάλες φαρδιές πλάτες, δυνατά χέρια και πόδια. Ριψοκίνδυνος κι έχει ροπή προς τα ατυχήματα... Λύνει και δένει το ποδήλατό του σε μερικά λεπτά. Άργησε να μιλήσει μικρός και του έχει μείνει μια δυσκολία στην έκφραση που συχνά την μετατρέπει σε «σιωπηλή αυστηρότητα». Αυτό σε συνδυασμό με το γεγονός ότι δεν τα πάει καλά στο σχολείο του δημιουργεί ένα υπόλειμμα σε σχέση με τον αρχηγό που τον θεωρεί «ανώτερης κλάσης». Όμως, έχει προσόντα πιο ουσιαστικά απ' τον αρχηγό. , Βοηθάει το συνάνθρωπο, έχει πείσμα, κουράγιο δύναμη.
            Μετά έρχεται ο Κώστας. Αυτό που τον χαρακτηρίζει είναι κάτι το απότομο, το νευρώδες.. Είναι πολύ πρακτικός και πιάνουν πολύ τα χέρια του. Όμως έχει μια ακραία εμπάθεια για πρόσωπα και πράγματα κι αν τον ενοχλήσεις, «στο κρατάει».
 Συμπαθεί πολύ το Γιάννη με τον οποίο αρέσκεται να συζητάει. Θυμάμαι ας πούμε μαι συζήτηση που έχουν μεταξύ τους. Είναι  περίπου '74  την περίοδο την προεκλογική πριν το δημοψήφισμα για το Βασιλιά ή την περίοδο πριν τις πρώτες μετά τη χούντα εκλογές (Καραμανλής ή χάος), και ο Κώστας μας μεταφέρει μια συζήτηση με τον πατέρα του, σχετικά με την «ισχύ» της κάθε ψήφου. Μας θέτει τον προβληματισμό αν είναι σωστό κάποια σπουδαία προσωπικότητα να έχει ίδιας αξίας ψήφο με μια απλή γυναίκα. Και μας φαίνεται πράγματι σωστή αυτή η άποψη.
Την ώρα που συζητάμε, ο Κώστας τρώει ένα κρύο ζελεδάκι με φρούτα κεράσια και βερύκοκα. Εκεί που κάθεται ήρεμος , ξαφνικά τινάζεται και εκτοξεύει τη σαγιονάρα του εναντίον μιας διερχόμενης γάτας. Μυρίζει καλοκαίρι. Οι γειτόνισσες καταβρέχουν το χωματόδρομο με το λάστιχο, ποτίζουν τα λουλούδια και δημιουργείται μια ωραία αίσθηση δροσιάς. Μυρίζει το χώμα...
«Αχ δροσούλα», αναφωνεί η κυρά Μαρία. Πιο πάνω στη συνοικιακή ταβέρνα έχουν ξεκινήσει να βγάζουν τα τραπέζια έξω.Το τζουκ μποξ επαναλαμβάνει μονότονα επιτυχίες της εποχής : «Και τώρα τρελοκόριτσο γελάς, μα κατά βάθος κλαις και μ' αγαπάς» Στη διπλανή ταβέρνα έχουν βγάλει έξω τα βαρέλια του κρασιού να τα καθαρίσουν. Μυρίζουν μια βαθιά μυρωδιά ξύλου και ξυνίλα...
Ο Κώστας τα καλοκαίρια συνηθίζει να δουλεύει στου Καζέπα. Ο Καζέπας έχει μια μικρή βιοτεχνία παρακάτω η οποία παράγει μικρά κρεμαστάρια για κουρτινόξυλα.Είχα πάει κι εγώ μια φορά, έδινε 60 δραχμές τη μέρα στον καθένα. Είναι η πρώτη μου εμπειρία από την «παραγωγή». Εμένα με έβαλε στο πιο εύκολο πόστο. Κολαούζο λέγεται- ένας μοχλός που κατεβαίνει προς τα κάτω και ανοίγει σιγά-σιγά στροφές σ' ένα κρεμαστάρι. Μ' αυτό το τρόπο μπορεί πάνω κει να βιδώνει μια βίδα.
Μου αρέσει αυτή η δουλειά, αν και στο τέλος της μέρας βαριέμαι. Μια άλλη δουλειά είναι να βάφουμε κάτι εξαρτήματα. Στη μύτη μου έχει μείνει η έντονη μυρωδιά της βαφής και η ανυπόφορη ζέστη που εκπέμπει ο φούρνος.
Ο Κώστας είναι πολύ ικανός σ' αυτή τη δουλειά και νοιώθει σαν το ψάρι μέσα στο νερό, έτσι πηγαίνει εύκολα από πόστο σε πόστο με μοναδική ευκολία.Εκεί λοιπόν περνάει την ώρα της ? (δουλεύει ?) και μια κοπέλα που είναι λιγάκι αργή. Μου κάνει εντύπωση με τι θράσος της φέρεται ο Κώστας καθώς ήδη έχει ξυπνήσει μέσα του το ερωτικό ένστικτο.Την πάει παράμερα,    της σηκώνει τη φούστα απρεπώς και φαίνεται η κιλότα της. Αυτή γελάει χαζά μη αισθανόμενη το άσεμνο της χειρονομίας του και τέλος μ' ένα τελευταίο υπόλειμμα ντροπής την τραβάει γρήγορα προς τα κάτω, κλείνοντας έτσι ένα νούμερο που πρέπει να έχει επαναληφθεί εκατοντάδες φορές και με πολλούς συμπρωταγωνιστές.