Τα βράδια κάθομαι στη βεράντα και βλέπω τον ουρανό για κάμποση ώρα. Τι μαγεία έχει αυτό το πράγμα. Τα νεφελώματα, οι γαλαξίες, οι διάττοντες, οι δορυφόροι, τ' αεροπλάνα, θα μπορούσα αλήθεια να τα παρατηρώ ολόκληρη τη νύχτα. Καμιά φορά πετάει από πάνω καμιά κουκουβάγια. Πόσο κοντά βρίσκονται το αιώνιο, το θεϊκό μαζί με το καθημερινό φαινόμενο της ζωής ! Είμαστε προσωρινές σταγόνες ζωής και προορισμός μας είναι να γίνουμε αστρόσκονη δηλαδή ν' ανέβουμε επάνω στο σύμπαν. Δυστυχώς τη ρομάντζα τη χαλάει ο απόηχος από την κοντινή πλατεία του χωριού. Οι άνθρωποι αναγκαίοι αλλά και περιττοί μερικές φορές. Έχουν κατεβάσει κάτι μούτρα φέτος που δεν περιγράφονται. Τα λεφτά, τα λεφτά. Μόλις έφτασα στην παραλία της Καλαμάτας έριξα μια βουτιά. Τα νερά μου φάνηκαν βελούδινα ! Ένα ζεστό χαϊδολόγημα. Παρόλο που ήταν Σάββατο, η παραλία σχεδόν άδεια. Ο Ταϋγετος από πάνω, σαν μια μεγάλη αγκαλιά, με τις ρίγανες, τ' αγριολούλουδα, τις πέτρες, τα εκκλησάκια, έχει ένα χρώμα γκρίζοπρασινοκαφέ. Τα σύννεφα τα βρόχινα μαζεύονται στις κορυφές του και δίνουν μια χειμωνιάτικη πινελιά μέσα στο καλοκαίρι.
Φτάνω στο σπίτι και παθαίνω πλάκα. Σα να είμαι εικοσιπέντε χρονών. Όπως τότε. Θυμάμαι απ' έξω ο μπαμπάς κι η μαμά να με περιμένουν. Να σου βάλω να φας; Έχουμε ψάρια, δηλαδή γόπες. Με σαλάτα. Το καπέλο του μπαμπά πάνω στη ντουλάπα, τα επείγοντα τηλέφωνα κρεμασμένα στον τοίχο, θερμόμετρα παντού όλα μυρίζουν όπως ο συγχωρεμένος. Ο χρόνος εδώ έχει κολλήσει. Στον τοίχο μια αφίσα που γράφει 1995, εφημερίδες του 1990, ένας πίνακας του μπαμπά του 85, βιβλία που διάβασα κάποια καλοκαίρια πίσω, Ομήρου : Οδύσσεια, Παπαδιαμάντη: Χριστουγεννιάτικες ιστορίες, του Ζουράρη : Μισγάγγεια απερινόητη, Τρούμαν Καπότε: Μουσική για χαμαιλέοντες, Η βουή και το πάθος του Φώκνερ. Νιώθω σαν χρονοναύτης. Όταν κρατάω στα χέρια μου ένα απ' αυτά τα βιβλία θυμάμαι την ευχαρίστηση που ένιωθα όταν τα διάβαζα και συνειρμικά μου έρχονται εικόνες και θύμισες από κείνη την εποχή. Αν υποθέσουμε ότι υπάρχει κάποιος αόρατος παρατηρητής στο σπίτι, ας πούμε ο ποντικός που ακούγεται το βράδυ να γρατζουνάει την οροφή και ότι ζει μόνο το καλοκαίρι, τότε θ' αντιλαμβανόταν τη ζωή μου σαν εξαιρετικά γρήγορη και βιαστική όμοια με τη ζωή ενός εφήμερου που ζει μόνο μια ημέρα. Και τι είναι η ζωή του ανθρώπου μπροστά στη ζωή μιας πέτρας ; Ή τη ζωή μιας ελιάς ; Εδώ στο χωριό καταλαβαίνεις ότι η ζωή δεν είναι τίποτε.... Άνθρωποι όλο ενέργεια που τους θυμάμαι γερούς, δραστήριους και χάθηκαν...Μοιάζει το χωριό σαν προθάλαμος του Άδη.
Το ίδιο απαράλλαχτο καλοκαίρι. Τα ηλιοβασιλέματα με τον ήλιο να πέφτει στη θάλασσα, η ηρεμία, τα σκοτεινά πρωϊνά όπου ο ήλιος βγαίνει αργά απ' το βουνό, οι σκαντζόχοιροι, οι ακρίδες, οι σαύρες, τα φίδια, τα ψαρόνια, το θυμάρι, οι μυρωδάτοι θάμνοι του βουνού, οι ελιές, τα πουρνάρια, οι κοτσιφιές, η γεύση του λαδοκούλουρου, το κεφαλοτύρι, οι πέτρες που δεσπόζουν στο τοπίο, είτε στα σπίτια, στις πεζούλες και τις λούρες, είτε στα καλντερίμια, τα φωτάκια των χωριών το βράδυ που αχνοφέγγουν από μακριά, το διάφανο θερινό στερέωμα τ' ουρανού, τα βυζαντινά εκκλησάκια που ξεπροβάλλουν παντού, τα ζεστά ήρεμα μεσημέρια τα ερωτικά όπου οι λείες πέτρες μοιάζουν με γυμνά μέλη και μια τυχαία κραυγή μ' ερωτικό σπασμό, οι συκιές, οι αγριαχλαδιές, τα ήρεμα διάφανα νερά όπου δεν κολυμπάς αλλά μένεις μετέωρος στα δέκα μέτρα πάνω από άγριους βράχους και ψαράκια, τα πηγάδια που αντηχούν όταν φωνάζεις μέσα, τα ποντίκια οι κρυφοί παγαπόντηδες, τα ελαιοτριβεία, τα σχολεία, οι μπασκέτες, τα νεκροταφεία, οι εκκλησιές με τη μυρωδιά του λιβανιού, οι αετοί και τα κοράκια, οι γελάδες, οι κότες, οι γάϊδαροι και τα μουλάρια.
Ακουγα το : every day is like sunday των Smiths, φορούσα και τα μπλουζάκια με τα σηκωμένα κοντομάνικα, διάβαζα κα το 01 του Τσαγκαρουσιάνου και νόμιζα ότι ανήκω κάπου κι εγώ, σ' αυτό τον κόσμο, σ' αυτή τη νεολαία. Δεκαεννιά,είκοσι χρονών και ακούγαμε τη «ρεζέρβα» του Σαββόπουλου στη δεξαμενή μαζί με τον Αντώνη, τον Τάκη, το Σπύρο.Διάβαζα Ελύτη και την Ισπανική επανάσταση τότε. Το βράδυ πηγαίναμε στον "μύθο" ν' ακούσουμε ροκ. Θυμάμαι τον αδικοχαμένο Βαγγέλη να χορεύει ζεϊμπέκικο το Leila του Klapton. Το πανκ ηταν τότε και το new wave. Καμιά φορά χορεύαμε κι όλας.Οι γυναίκες σπάνιο είδος για την περιοχή.Ή μάλλον υπήρχαν αλλά εμείς δεν είμαστε έτοιμοι για αυτές.
Το τοπίο μένει το ίδιο. Το βουνό από πάνω και κάτω η θάλασσα. Πιο ψηλά σύννεφα. Αυτό που αλλάζει είναι οι άνθρωποι.
Γεννιούνται, μεγαλώνουν, τόσο δυνατοί, έξυπνοι, δραστήριοι και μετά οι πιο πολλοί απ' αυτούς μουτρώνουν, σοβαρεύουν κι έχουν μια όψη απορίας στο πρόσωπο σα να μην μπορούν ν' αντιληφθούν απόλυτα τι ακριβώς συνέβη ! Τι έγινε ξαφνικά κι εκεί που ήταν χαρούμενα παιδάκια τώρα είναι μουτρωμένοι, καταθλιπτικοί με οικογένειες, προβλήματα, ζητήματα με χρήματα. Και μετά μια ωραία μέρα πεθαίνουν. Γεννιούνται, ζουν, γελάνε,μεγαλώνουν,σοβαρεύουν, πεθαίνουν. Γεννιούνται, πεθαίνουν.
Και γεμίζει ολοένα το χωριό φαντάσματα. Όσο μεγαλύτερος είσαι τόσο πιο πολλά φαντάσματα βλέπεις : τον μπάρμπα Κούλη τον ταχυδρόμο με το μουλάρι που έβριζε τους κουμμουνιστές. Τον μουγκό, την Ευγενάρα, τον κουτσό, τον Κουμουντούρο...
Αλλά τις πιο ωραίες αναμνήσεις τις έχω από το Στέλιο με το τζιπάκι που μας πήγαινε βόλτες. Τα πανηγύρια στα γύρω χωριά, την εκδρομή στη σπηλιά του Καταφυγίου, το προσκύνημα στη Γιάτρισσα. Ο χρόνος χάνει τη γραμμική του εξέλιξη και γίνεται συνονθύλευμα εικόνων, γεύσεων, μυρωδιών, λέξεων με σημασία. Νεκροί και ζωντανοί, μωρά και γέροι, όλοι ανακατεύονται και συμπληρώνουν το puzzle. Κάθε πρόσωπο δεν έρχεται στην μνήμη με τη σημερινή του μορφή, αλλά παίρνει μια κυρίαρχη εικόνα εμπνευσμένη μάλλον απ' τα παιδικά χρόνια. Μανιάτες κι έλληνες, γενναίοι, σπουδαίοι κι ανδροπρεπείς. Τόσο βαριά κληρονομιά τι να την κάνεις ; Πρέπει οπωσδήποτε να είσαι κάποιος ! Κι αν δεν αξίζεις και πολλά, ψάχνεις αιώνια το εισιτήριο για τον ουρανό της δόξας και της φήμης ! Φαντάζεσαι ότι είσαι σπουδαίος και ψάχνεις μια ζωή το "αεικίνητο", τη "χρυσή λίθο", το "ελιξήριο της αθανασίας" για ν' αποδείξεις ότι είσαι κάτι φοβερό. Δεν είσαι συ φτιαγμένος γι απλές καθημερινές χρονοτριβές. Ούτε γι απλές ρουτινιάρικες δουλίτσες. Καλύτερα να τεμπελιάζεις όλη μέρα στα καφενεία ! Όπως οι ένδοξοι πρόγονοι. Μόνο που αυτοί μελετούσαν, συζητούσαν ουσιαστικά. Γυμνάζονταν και πολεμούσαν όποτε το ζήταγε η πατρίδα.
Από τους ρέμπελους του '21 πάλι τους έμεινε ο τσαμπουκάς, τα λόγια τα βαριά, η ψευτομαγκιά. Μα είναι δυνατόν του τάδε ο γυιος να δουλέψει εργάτης ;
Το ίδιο απαράλλαχτο καλοκαίρι. Τα ηλιοβασιλέματα με τον ήλιο να πέφτει στη θάλασσα, η ηρεμία, τα σκοτεινά πρωϊνά όπου ο ήλιος βγαίνει αργά απ' το βουνό, οι σκαντζόχοιροι, οι ακρίδες, οι σαύρες, τα φίδια, τα ψαρόνια, το θυμάρι, οι μυρωδάτοι θάμνοι του βουνού, οι ελιές, τα πουρνάρια, οι κοτσιφιές, η γεύση του λαδοκούλουρου, το κεφαλοτύρι, οι πέτρες που δεσπόζουν στο τοπίο, είτε στα σπίτια, στις πεζούλες και τις λούρες, είτε στα καλντερίμια, τα φωτάκια των χωριών το βράδυ που αχνοφέγγουν από μακριά, το διάφανο θερινό στερέωμα τ' ουρανού, τα βυζαντινά εκκλησάκια που ξεπροβάλλουν παντού, τα ζεστά ήρεμα μεσημέρια τα ερωτικά όπου οι λείες πέτρες μοιάζουν με γυμνά μέλη και μια τυχαία κραυγή μ' ερωτικό σπασμό, οι συκιές, οι αγριαχλαδιές, τα ήρεμα διάφανα νερά όπου δεν κολυμπάς αλλά μένεις μετέωρος στα δέκα μέτρα πάνω από άγριους βράχους και ψαράκια, τα πηγάδια που αντηχούν όταν φωνάζεις μέσα, τα ποντίκια οι κρυφοί παγαπόντηδες, τα ελαιοτριβεία, τα σχολεία, οι μπασκέτες, τα νεκροταφεία, οι εκκλησιές με τη μυρωδιά του λιβανιού, οι αετοί και τα κοράκια, οι γελάδες, οι κότες, οι γάϊδαροι και τα μουλάρια.
Ακουγα το : every day is like sunday των Smiths, φορούσα και τα μπλουζάκια με τα σηκωμένα κοντομάνικα, διάβαζα κα το 01 του Τσαγκαρουσιάνου και νόμιζα ότι ανήκω κάπου κι εγώ, σ' αυτό τον κόσμο, σ' αυτή τη νεολαία. Δεκαεννιά,είκοσι χρονών και ακούγαμε τη «ρεζέρβα» του Σαββόπουλου στη δεξαμενή μαζί με τον Αντώνη, τον Τάκη, το Σπύρο.Διάβαζα Ελύτη και την Ισπανική επανάσταση τότε. Το βράδυ πηγαίναμε στον "μύθο" ν' ακούσουμε ροκ. Θυμάμαι τον αδικοχαμένο Βαγγέλη να χορεύει ζεϊμπέκικο το Leila του Klapton. Το πανκ ηταν τότε και το new wave. Καμιά φορά χορεύαμε κι όλας.Οι γυναίκες σπάνιο είδος για την περιοχή.Ή μάλλον υπήρχαν αλλά εμείς δεν είμαστε έτοιμοι για αυτές.
Το τοπίο μένει το ίδιο. Το βουνό από πάνω και κάτω η θάλασσα. Πιο ψηλά σύννεφα. Αυτό που αλλάζει είναι οι άνθρωποι.
Γεννιούνται, μεγαλώνουν, τόσο δυνατοί, έξυπνοι, δραστήριοι και μετά οι πιο πολλοί απ' αυτούς μουτρώνουν, σοβαρεύουν κι έχουν μια όψη απορίας στο πρόσωπο σα να μην μπορούν ν' αντιληφθούν απόλυτα τι ακριβώς συνέβη ! Τι έγινε ξαφνικά κι εκεί που ήταν χαρούμενα παιδάκια τώρα είναι μουτρωμένοι, καταθλιπτικοί με οικογένειες, προβλήματα, ζητήματα με χρήματα. Και μετά μια ωραία μέρα πεθαίνουν. Γεννιούνται, ζουν, γελάνε,μεγαλώνουν,σοβαρεύουν, πεθαίνουν. Γεννιούνται, πεθαίνουν.
Και γεμίζει ολοένα το χωριό φαντάσματα. Όσο μεγαλύτερος είσαι τόσο πιο πολλά φαντάσματα βλέπεις : τον μπάρμπα Κούλη τον ταχυδρόμο με το μουλάρι που έβριζε τους κουμμουνιστές. Τον μουγκό, την Ευγενάρα, τον κουτσό, τον Κουμουντούρο...
Αλλά τις πιο ωραίες αναμνήσεις τις έχω από το Στέλιο με το τζιπάκι που μας πήγαινε βόλτες. Τα πανηγύρια στα γύρω χωριά, την εκδρομή στη σπηλιά του Καταφυγίου, το προσκύνημα στη Γιάτρισσα. Ο χρόνος χάνει τη γραμμική του εξέλιξη και γίνεται συνονθύλευμα εικόνων, γεύσεων, μυρωδιών, λέξεων με σημασία. Νεκροί και ζωντανοί, μωρά και γέροι, όλοι ανακατεύονται και συμπληρώνουν το puzzle. Κάθε πρόσωπο δεν έρχεται στην μνήμη με τη σημερινή του μορφή, αλλά παίρνει μια κυρίαρχη εικόνα εμπνευσμένη μάλλον απ' τα παιδικά χρόνια. Μανιάτες κι έλληνες, γενναίοι, σπουδαίοι κι ανδροπρεπείς. Τόσο βαριά κληρονομιά τι να την κάνεις ; Πρέπει οπωσδήποτε να είσαι κάποιος ! Κι αν δεν αξίζεις και πολλά, ψάχνεις αιώνια το εισιτήριο για τον ουρανό της δόξας και της φήμης ! Φαντάζεσαι ότι είσαι σπουδαίος και ψάχνεις μια ζωή το "αεικίνητο", τη "χρυσή λίθο", το "ελιξήριο της αθανασίας" για ν' αποδείξεις ότι είσαι κάτι φοβερό. Δεν είσαι συ φτιαγμένος γι απλές καθημερινές χρονοτριβές. Ούτε γι απλές ρουτινιάρικες δουλίτσες. Καλύτερα να τεμπελιάζεις όλη μέρα στα καφενεία ! Όπως οι ένδοξοι πρόγονοι. Μόνο που αυτοί μελετούσαν, συζητούσαν ουσιαστικά. Γυμνάζονταν και πολεμούσαν όποτε το ζήταγε η πατρίδα.
Από τους ρέμπελους του '21 πάλι τους έμεινε ο τσαμπουκάς, τα λόγια τα βαριά, η ψευτομαγκιά. Μα είναι δυνατόν του τάδε ο γυιος να δουλέψει εργάτης ;
\
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου