Στην αρχή της αποκριάς φτιάχναμε μουτσούνες σαν και την από πάνω
.-Βλέπεις εκείνο το αετάκι ?
Εκεί ψηλά σαν ψείρα
-Πω, πω πόσο ψηλά είναι ?
Ο ουρανός έχει γεμίσει αετούς.
Πω ρε πως τραβάει ?
Πιάνω τον τεντωμένο σπάγκο και με πολύ ζόρι μπορώ και κουνάω λίγο τον αετό. Νοιώθω ένα δέος....Είμαι ένα με το σύστημα του αετού. Φοβάμαι ότι μπορεί να πετάξω κι εγώ !
Ο Αντώνης έχει δέσει γερά το σπάγκο σ' ένα σίδερο κολόνας στην ταράτσα και κάθεται στο τσιμέντο με την πλάτη ακουμπισμένη στον τοίχο του δώματος.
Ο σπάγκος έχει γεμίσει κάτι σαν κερί, λάδι ή κάτι τέτοιο.
Είναι απ' τα καλώδια. Λέει ο Αντώνης...
-Που να ήσουνα όταν ρίξαμε έναν που μας κουνιότανε !
-Τι βάλατε πάλι ξυραφάκια στην ουρά ?
-Οχι θα τους αφήναμε....Χα ! έτρεξε ο Μάκης και τον πήρε.
-Τα ζύγια τα έφτιαξες καλά ?
-Ου φυσάει ! Δεν είναι όμορφος ?
-Φοβερός ! Πόσα μέτρα ουρά έχει ?
-Πέντε
-Πόσο μακρύς είναι ο σπάγκος ?
-Πέντε καλούμπες.
-Εχει και σκουλαρίκια ε ?
Ο νονός μου είχε κάτσει την προηγούμενη και τον έφτιαξε. Πρόσεξε τα ξύλα να είναι ελαφρά και σκληρά να μη σπάνε. Κανονικό εξάγωνο συνήθως ή τσερκένι με σχήμα πολυγωνικό.
Τύλιγε πέντε καλούμπες. Ο καλύτερος σπάγκος ήταν ο κανναβένιος. Χοντρός και άθραυστος.
Κόλλα γλασέ γυαλιστερή, τη δίπλωνε, την έκοβε και την κολλούσε με αλευρόκολλα.
Κάθε χρόνο με οτιδήποτε καιρό θ' αμολούσε αετό. Μαζί με τον γυιό του τον Αντώνη.
Το ίδιο κάνανε και πολλοί γείτονες. Αετοί κόκκινοι, κίτρινοι, λευκοί, πράσινοι, περίεργοι, μεγάλοι, μικροί, με συνθήματα γεμίζανε τον ουρανό.
Ο ένας δίπλα στον άλλο. Ομορφα συντεταγμένοι σαν ακίνητοι.
Τι ωραία που αισθανόμαστε !
Οι ψυχές μας είναι εκεί πάνω, όλοι μαζί αρμονικά έχουμε μια θέση στον ουρανό. Είμαστε λεύτεροι στον αέρα, ψηλά !
Άλλος ανέβαινε, άλλος κατέβαινε λίγο. Μόνο καμιά φορά κάποιος περίεργος αναστάτωνε τον ουρανό κάνοντας τσαλιμάκια.
-Τι κάνει ο βλάκας ?
-Κάνε λίγο πιο δεξιά, να γλυτώσουμε.Κάποιος άλλος ερχόταν ανταγωνιστικά πάνω μας και χάλαγε την ήρεμη ισορροπία του συνόλου.
-Πρόσεχε μήπως έχει ξυραφάκια
-Καλά τυλίγω καλούμπα να γλυτώσουμε.