Ένιωσε ένα σουβλερό πόνο στη κοιλιά όπως προχθές αλλά δεν είπε τίποτα. Κοίταξε τ' αυτοκίνητα γύρω, τους ανθρώπους, τη θάλασσα και συνειδητοποίησε ότι όλ' αυτά τ' αποχαιρετάει. Καλά έζησε εδώ που τα λέμε. Όσα πάνε κι όσα έρθουν. Η ζωή δεν είναι για πολλή σκέψη. Γλέντα τη, γλέντα τη όσο μπορείς, όμως σε λίγο μελαγχόλησε :
Βρε ζωή φαρμάκια στάζεις , σε βαρέθηκα...............κι αν χρυσά παλάτια τάζεις είναι ψεύτικα.....
Ο πόνος συνέχισε να τη σουβλίζει.
Κώστα δώσε μου λίγο να οδηγήσω !
Τό' χε άχτι να οδηγήσει !
Ο Κώστας όλως περιέργως δεν έφερε καμιά αντίρρηση. Σταμάτησε στο πλάϊ, βγήκε έξω κι άφησε την πόρτα ανοιχτή για να μπει η γυναίκα του η Σούλα.
Ξεκίνησε γρήγορα μαρσάροντας πολύ και ακούμπησε πάνω στο τιμόνι σφιγμένη, αλλά ο Κώστας δεν έδωσε σημασία ως συνήθως.
Οδηγούσε προσεκτικά αν και λίγο αφηρημένη. Ο Κώστας κάθε λίγο και λιγάκι της έδινε συμβουλές γιατί ανησυχούσε μην κάνει κάποια αδέξια κίνηση.
Βάλε λίγο το ραδιόφωνο Κώστα του είπε για να μη φανεί ότι υποφέρει κι αυτός συνεχίζοντας να μη δίνει σημασία έψαξε λίγο με το κουμπί και κατέληξε στον ΣΠΟΡ FM.
Κώστα, Κώστα δεν είμαι καλά, χάνομαι ! Ο Κώστας έκανε μια απότομη σπασμωδική κίνηση και άρπαξε το τιμόνι με τ' αριστερό : «Κάνε δεξιά» της λέει και συνέχισε να κρατάει το τιμόνι.
Εκείνη είχε κλείσει τα μάτια.
Ο Κώστας αστραπιαία μόλις πιάσανε τη δεξιά λωρίδα τράβηξε χειρόφρενο και βγήκε γρήγορα να πάρει τη θέση του οδηγού. Με το ζόρι η Σούλα μετακινήθηκε, τρεκλίζοντας στην άλλη θέση.
Ο Κώστας κατάλαβε ότι κάτι πολύ κακό συμβαίνει και πάτησε το γκάζι για το κρατικό που εφημέρευε και που δεν απείχε παρά λίγα χιλιόμετρα.
Την έβαλε στα γρήγορα στο καρδιολογικό και έκατσε έξω ανησυχώντας βέβαια αλλά σίγουρος ότι η Σούλα είναι βράχος και θα τη σκαπουλάρει. Πήρε στο κινητό μάλιστα την κόρη τους και της είπε να έρθει με το πάσο της αφού ετοιμάσει σε μια τσάντα καμιά αλλαξιά και καμιά νυχτικιά για τη Σούλα. Κάθησε αμέριμνος για λίγο έξω. Δεν τους γούσταρε τους γιατρούς- στην ουσία κανένα μορφωμένο- και όλη αυτή η διαδικασία τον κούραζε.
Σε μια στιγμή βγήκε ένας με γυαλάκια με ύφος χαζό, ντροπαλό αλλά συγχρόνως μ' ένα προσποιητό θράσος.
Ο κύριος Πράτης ; Ναι εδώ εγώ. Τι γίνεται γιατρέ πως πάει η ασθενής ; Χαμογέλασε λίγο για να ζεστάνει το κλίμα.
Ο γιατρός χαμήλωσε λίγο τα μάτια και σοβάρεψε απότομα. Προχώρησε στην ουσία : «Δυστυχώς κύριέ μου τη χάσαμε»
Έμεινε κάγκελο ο Κώστας. Δεν μπορεί, κάνει λάθος ο μαλάκας σκέφτηκε από μέσα του.
Ττττ.........Προσπάθησε ν' αρθρώσει μια λέξη αλλά δεν έβγαινε τίποτα.
Τον παραμέρισε με βίαιες κινήσεις κι έσπρωξε την πόρτα για να δει μόνος του.
Η νοσοκόμα έβγαζε τα τελευταία ηλεκτρόδια του καρδιογραφήματος μαζί με τα μπαμπάκια και κατέβαζε τη μπλούζα της για να μη φαίνεται το αναμφισβήτητα ακόμη ωραίο στήθος της.
Ο Κώστας πλησίασε. Δεν μπορούσε να το πιστέψει. Η Σούλα ήταν αυτή ; Η γυναίκα του ; Η χορευταρού , η πλακατζού, η κούκλα ; Μόλις τώρα δα δεν μιλούσαν μαζί ; Οι δυο τους πέρασαν τόσα και τόσα και τώρα στέκεται βουβή, άσπρη σαν άδειο σακκί.
Σούλα, Σούλα.........
ΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑ μια κραυγή βγήκε από μέσα του κι αμέσως το πρόσωπό του μεταμορφώθηκε κι έγινε τερατώδες ! Πήρε τη μορφή μάσκας που συμβόλιζε.......κλάμα ; γέλιο ; γκριμάτσα ; Κανείς δεν μπορεί να πει.
Τα χέρια του πήγαν στην αρχή να κρύψουν την αγριάδα του προσώπου του και μετά στράφηκαν στο σώμα της πεθαμένης. Θάνατος από εσωτερική αιμορραγία, έγραψε ο γιατρός στη φόρμα της βεβαίωσης θανάτου.....
Σιγά-σιγά άρχισε να συνειδητοποιεί τι είχε συμβεί. Του φάνηκε κάτι σαν τρελό όνειρο απ' το οποίο δεν μπορούσε να ξυπνήσει !
Η όλη φάση έμοιαζε σαν πασχαλιά. Όλα ήταν χαρμόσυνα. Τίποτα δεν μαρτυρούσε ότι ήταν μνημόσυνο. Το αρνί σιγοψηνόταν στη χόβολη, τα παιδιά γύρω παίζανε σαν παλαβά, ο γυιος του ο Βασίλης υποδεχόταν τους καλεσμένους με χαζοχαρούμενο ύφος, η νύφη του η Μαρία είχε πιει κανα δυο ποτήρια και φαινόταν έτοιμη να χορέψει και ο Κώστας πότε γελούσε, πότε έκλαιγε, τη μια τσούγκριζε το ποτήρι του την άλλη θυμόταν τη Σούλα και φώναζε : Σούλα, Σούλα μου !
Είχε καλέσει κάμποσους φίλους, συγγενείς να φάνε, να πιούνε και να κλάψουν τη Σούλα. Το κλίμα όμως κάθε άλλο παρά πένθιμο ήταν. Γέλια, χαρές οι καλεσμένοι όλο ζωή δεν χόρευαν βέβαια, αλλά μιλούσαν δυνατά φχαριστιόντουσαν και πέρναγαν καλά.
Το κτήμα όπου γινόταν το πανηγύρι το είχε φτιάξει εδώ και είκοσι χρόνια με τον κήπο του, τα δέντρα του, πορτοκαλιές, μανταρινιές, λεμονιές κι ελιές. Είχε βάλει γεώτρηση, φωτοβολταϊκό και συστήματα αιολικής ενέργειας. Ένας σκύλος κακομοίρης στεκόταν δεμένος στον ήλιο με μια γλωσσάρα να κρεμασμένη και κουνούσε ολοένα την ουρά του.
Είχε φτιάξει μόνος του και δυο κούνιες, μια τραμπάλα, μια τσουλήθρα έτσι πρόχειρα για τα παιδιά.
Το σπίτι απλό, με το τζάκι του, την κουζίνα του άνετο να κοιμίσει και να ταΐσει αρκετούς ανθρώπους.
Τα παλιόπαιδα τα εγγόνια του είχαν βρει την ευκαιρία να ξεσαλώσουν. Το ένα είχε ανέβει στην κούνια και κουνιότανε με τόση δύναμη που το κεφάλι του σχεδόν έβρισκε στο δοκάρι της κληματαριάς. Παρ' όλ' αυτά κανείς δεν έδινε σημασία. Σούλα ε Σούλα ! Φώναξε πάλι.
Στην άκρη του κήπου είχε μετατρέψει ένα μικρό θερμοκήπιο, δηλαδή μια ξύλινη κατασκευή σκεπασμένη με διάφανο πλαστικό σε αίθουσα εστίασης.
Ήταν μια ηλιόλουστη χειμωνιάτικη μέρα και ο ήλιος ζέσταινε το θερμοκήπιο. Αν προσθέσεις και το κρασί στη θαλπωρή του θερμοκηπίου όλ' αυτά ήταν αρκετά για να ξεπεράσει κανείς την αμηχανία του συνδυασμού μελαγχολίας που φέρνει ένας θάνατος και της εγκαρδιότητας που πρέπει να δείξει σε κάποιον που τον κερνάει και τον φιλοξενεί. Είχαν μαζευτεί λοιπόν στο θερμοκήπιο μερικοί μάλλον άγνωστοι μεταξύ τους άνθρωποι ή στη καλύτερη μακρινοί συγγενείς κι έλεγαν ιστορίες -ότι τους ερχόταν στο μυαλό από μια διάθεση συμπαράστασης στον οικοδεσπότη. Κυρίως για να τον κάνουν να ξεχαστεί και να αισθανθεί καλύτερα......
«Κάποτε ...είχα ένα συνάδελφο, καλό παιδί » ξεκινάει ένας ηλικιωμένος κύριος, «που ερωτεύθηκε σφόδρα μια κοπέλα. Παντρευτήκανε και κάνανε γρήγορα και δυο παιδάκια. Ξαφνικά μαθαίνουμε ότι αυτή τον παράτησε κι έφυγε με μια φίλη της μακριά να ζήσουνε μαζί....»
Χα χα χα η παρέα ευθύμησε και τσιμπολογούσε τους μεζέδες.
Κώστα να ζήσετε να τη θυμόσαστε. Σούλα ε Σούλα ! Φώναξε πάλι ο Κώστας. Ένας άλλος μυστακοφόρος μάγκας έπιασε το νήμα της κουβέντας από κει που το άφησε ο προηγούμενος και συνέχισε :
«Κάποτε είχα μια γνωστή που ήταν αρκετά ελεύθερη στον έρωτα. Αυτή είχε στο σπίτι έναν μεγάλο σκύλο, λυκόσκυλο. Ο άντρας της ήταν ταξιδιάρης κι έλειπε συνήθως για πολύ καιρό. Μια φορά όταν επέστρεψε από ταξίδι, ο σκύλος έδειχνε όχι μόνο να μην τον θυμάται καθόλου αλλά ακόμη περισσότερο να τον εχθρεύεται.
Όταν το ζευγάρι ξάπλωσε στο κρεββάτι για να λύσει τους λογαριασμούς όλου του χαμένου καιρού, ο σκύλος δεν άντεξε κι επιτέθηκε στο νοικοκύρη. Με δυσκολία η γυναίκα τον τράβηξε απ' τα δόντια του.
Χα χα ακολούθησε ένας ορυμαγδός από χάχανα. Η παρέα περνούσε ευχάριστα, το κρασί ήταν καλό κι ο Κώστας πότε αφουγκραζόταν τις ομιλίες, πότε το μυαλό του έφευγε και στενοχωριόταν. Σε μια στιγμή σηκώθηκε, απομακρύνθηκε, πήγε κοντά σε μια λεμονιά κι έκρυψε το κεφάλι του στα χέρια του. Έβλεπε με τη φαντασία του τη Σούλα να χορεύει τσιφτετέλια, ζεϊμπέκικα, χασάπικα. Τι χαρά θεού ήταν αυτή η γυναίκα ! Καλή νοικοκυρά, μάνα και άνθρωπος. Αλλά προπαντός ωραία γυναίκα.
Γέννημα θρέμμα κοκκινιώτισσα, λαϊκός άνθρωπος, μεγάλωσε στις γειτονιές του Πειραιά, ήταν έξω καρδιά. Ο πατέρας της μπουζουξής, τον ακολουθούσε όπου πήγαινε και χόρευε στο πάλκο.
Περάστε όμορφα, διασκεδάστε, χαρείτε λέει ο Κώστας και τσούγκρισε το ποτήρι του με τους συνδαιτημόνες. Έτσι θέλω να είστε όταν θυμόσαστε τη Σούλα μου. Όπως ήταν κι εκείνη : Εξω καρδιά και γλέντι.
Ο κυρ Βαγγέλης, ένας γέρος με άνοια, που είχαν πάρει μαζί τους οι γείτονες και δεν καταλάβαινε και πολύ παρ' όλ' αυτά είχε απλώσει τη χερούκλα του κάτω απ' το τραπέζι και χάϊδευε το γόνατο της Νατάσας της πεταχτής ανηψιάς του Κώστα. Αυτή τραβιόταν πιο πέρα και κοκκίνιζε αλλά δεν έδινε συνέχεια στο γεγονός εξ αιτίας της ημέρας και επειδή λυπόταν το γέρο και δεν ήθελε να τον κάνει ρεζίλι.
Σε μια στιγμή ο Κώστας απομακρύνθηκε απ' την παρέα και πήγε στα κλουβιά με τα πουλιά.
Υπήρχε ένας περιστερώνας, καρδερίνες, φλώροι, παπαγάλοι.
Κάποιος παρατήρησε τις κινήσεις του και φώναξε : «Τι κάνει ο Κώστας εκεί ;» Ο Βασίλης ο γυιός του έτρεξε να προλάβει.
Ο Κώστας σιγά-σιγά μεθοδικά άνοιγε ένα-ένα τα κλουβιά κι απελευθέρωνε τα πουλιά. Όταν κάποιο πουλί ξαφνιασμένο δεν ήθελε να βγει, το άρπαζε στη χούφτα του και το πέταγε στον αέρα. «Έτσι θέλω να λευτερώσω τη ψυχή της...»
Άφησε τα πουλιά ψηλά κι ένιωσε κι εκείνος να πετάει μαζί τους.....
Βρε ζωή φαρμάκια στάζεις , σε βαρέθηκα...............κι αν χρυσά παλάτια τάζεις είναι ψεύτικα.....
Ο πόνος συνέχισε να τη σουβλίζει.
Κώστα δώσε μου λίγο να οδηγήσω !
Τό' χε άχτι να οδηγήσει !
Ο Κώστας όλως περιέργως δεν έφερε καμιά αντίρρηση. Σταμάτησε στο πλάϊ, βγήκε έξω κι άφησε την πόρτα ανοιχτή για να μπει η γυναίκα του η Σούλα.
Ξεκίνησε γρήγορα μαρσάροντας πολύ και ακούμπησε πάνω στο τιμόνι σφιγμένη, αλλά ο Κώστας δεν έδωσε σημασία ως συνήθως.
Οδηγούσε προσεκτικά αν και λίγο αφηρημένη. Ο Κώστας κάθε λίγο και λιγάκι της έδινε συμβουλές γιατί ανησυχούσε μην κάνει κάποια αδέξια κίνηση.
Βάλε λίγο το ραδιόφωνο Κώστα του είπε για να μη φανεί ότι υποφέρει κι αυτός συνεχίζοντας να μη δίνει σημασία έψαξε λίγο με το κουμπί και κατέληξε στον ΣΠΟΡ FM.
Κώστα, Κώστα δεν είμαι καλά, χάνομαι ! Ο Κώστας έκανε μια απότομη σπασμωδική κίνηση και άρπαξε το τιμόνι με τ' αριστερό : «Κάνε δεξιά» της λέει και συνέχισε να κρατάει το τιμόνι.
Εκείνη είχε κλείσει τα μάτια.
Ο Κώστας αστραπιαία μόλις πιάσανε τη δεξιά λωρίδα τράβηξε χειρόφρενο και βγήκε γρήγορα να πάρει τη θέση του οδηγού. Με το ζόρι η Σούλα μετακινήθηκε, τρεκλίζοντας στην άλλη θέση.
Ο Κώστας κατάλαβε ότι κάτι πολύ κακό συμβαίνει και πάτησε το γκάζι για το κρατικό που εφημέρευε και που δεν απείχε παρά λίγα χιλιόμετρα.
Την έβαλε στα γρήγορα στο καρδιολογικό και έκατσε έξω ανησυχώντας βέβαια αλλά σίγουρος ότι η Σούλα είναι βράχος και θα τη σκαπουλάρει. Πήρε στο κινητό μάλιστα την κόρη τους και της είπε να έρθει με το πάσο της αφού ετοιμάσει σε μια τσάντα καμιά αλλαξιά και καμιά νυχτικιά για τη Σούλα. Κάθησε αμέριμνος για λίγο έξω. Δεν τους γούσταρε τους γιατρούς- στην ουσία κανένα μορφωμένο- και όλη αυτή η διαδικασία τον κούραζε.
Σε μια στιγμή βγήκε ένας με γυαλάκια με ύφος χαζό, ντροπαλό αλλά συγχρόνως μ' ένα προσποιητό θράσος.
Ο κύριος Πράτης ; Ναι εδώ εγώ. Τι γίνεται γιατρέ πως πάει η ασθενής ; Χαμογέλασε λίγο για να ζεστάνει το κλίμα.
Ο γιατρός χαμήλωσε λίγο τα μάτια και σοβάρεψε απότομα. Προχώρησε στην ουσία : «Δυστυχώς κύριέ μου τη χάσαμε»
Έμεινε κάγκελο ο Κώστας. Δεν μπορεί, κάνει λάθος ο μαλάκας σκέφτηκε από μέσα του.
Ττττ.........Προσπάθησε ν' αρθρώσει μια λέξη αλλά δεν έβγαινε τίποτα.
Τον παραμέρισε με βίαιες κινήσεις κι έσπρωξε την πόρτα για να δει μόνος του.
Η νοσοκόμα έβγαζε τα τελευταία ηλεκτρόδια του καρδιογραφήματος μαζί με τα μπαμπάκια και κατέβαζε τη μπλούζα της για να μη φαίνεται το αναμφισβήτητα ακόμη ωραίο στήθος της.
Ο Κώστας πλησίασε. Δεν μπορούσε να το πιστέψει. Η Σούλα ήταν αυτή ; Η γυναίκα του ; Η χορευταρού , η πλακατζού, η κούκλα ; Μόλις τώρα δα δεν μιλούσαν μαζί ; Οι δυο τους πέρασαν τόσα και τόσα και τώρα στέκεται βουβή, άσπρη σαν άδειο σακκί.
Σούλα, Σούλα.........
ΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑ μια κραυγή βγήκε από μέσα του κι αμέσως το πρόσωπό του μεταμορφώθηκε κι έγινε τερατώδες ! Πήρε τη μορφή μάσκας που συμβόλιζε.......κλάμα ; γέλιο ; γκριμάτσα ; Κανείς δεν μπορεί να πει.
Τα χέρια του πήγαν στην αρχή να κρύψουν την αγριάδα του προσώπου του και μετά στράφηκαν στο σώμα της πεθαμένης. Θάνατος από εσωτερική αιμορραγία, έγραψε ο γιατρός στη φόρμα της βεβαίωσης θανάτου.....
Σιγά-σιγά άρχισε να συνειδητοποιεί τι είχε συμβεί. Του φάνηκε κάτι σαν τρελό όνειρο απ' το οποίο δεν μπορούσε να ξυπνήσει !
Η όλη φάση έμοιαζε σαν πασχαλιά. Όλα ήταν χαρμόσυνα. Τίποτα δεν μαρτυρούσε ότι ήταν μνημόσυνο. Το αρνί σιγοψηνόταν στη χόβολη, τα παιδιά γύρω παίζανε σαν παλαβά, ο γυιος του ο Βασίλης υποδεχόταν τους καλεσμένους με χαζοχαρούμενο ύφος, η νύφη του η Μαρία είχε πιει κανα δυο ποτήρια και φαινόταν έτοιμη να χορέψει και ο Κώστας πότε γελούσε, πότε έκλαιγε, τη μια τσούγκριζε το ποτήρι του την άλλη θυμόταν τη Σούλα και φώναζε : Σούλα, Σούλα μου !
Είχε καλέσει κάμποσους φίλους, συγγενείς να φάνε, να πιούνε και να κλάψουν τη Σούλα. Το κλίμα όμως κάθε άλλο παρά πένθιμο ήταν. Γέλια, χαρές οι καλεσμένοι όλο ζωή δεν χόρευαν βέβαια, αλλά μιλούσαν δυνατά φχαριστιόντουσαν και πέρναγαν καλά.
Το κτήμα όπου γινόταν το πανηγύρι το είχε φτιάξει εδώ και είκοσι χρόνια με τον κήπο του, τα δέντρα του, πορτοκαλιές, μανταρινιές, λεμονιές κι ελιές. Είχε βάλει γεώτρηση, φωτοβολταϊκό και συστήματα αιολικής ενέργειας. Ένας σκύλος κακομοίρης στεκόταν δεμένος στον ήλιο με μια γλωσσάρα να κρεμασμένη και κουνούσε ολοένα την ουρά του.
Είχε φτιάξει μόνος του και δυο κούνιες, μια τραμπάλα, μια τσουλήθρα έτσι πρόχειρα για τα παιδιά.
Το σπίτι απλό, με το τζάκι του, την κουζίνα του άνετο να κοιμίσει και να ταΐσει αρκετούς ανθρώπους.
Τα παλιόπαιδα τα εγγόνια του είχαν βρει την ευκαιρία να ξεσαλώσουν. Το ένα είχε ανέβει στην κούνια και κουνιότανε με τόση δύναμη που το κεφάλι του σχεδόν έβρισκε στο δοκάρι της κληματαριάς. Παρ' όλ' αυτά κανείς δεν έδινε σημασία. Σούλα ε Σούλα ! Φώναξε πάλι.
Στην άκρη του κήπου είχε μετατρέψει ένα μικρό θερμοκήπιο, δηλαδή μια ξύλινη κατασκευή σκεπασμένη με διάφανο πλαστικό σε αίθουσα εστίασης.
Ήταν μια ηλιόλουστη χειμωνιάτικη μέρα και ο ήλιος ζέσταινε το θερμοκήπιο. Αν προσθέσεις και το κρασί στη θαλπωρή του θερμοκηπίου όλ' αυτά ήταν αρκετά για να ξεπεράσει κανείς την αμηχανία του συνδυασμού μελαγχολίας που φέρνει ένας θάνατος και της εγκαρδιότητας που πρέπει να δείξει σε κάποιον που τον κερνάει και τον φιλοξενεί. Είχαν μαζευτεί λοιπόν στο θερμοκήπιο μερικοί μάλλον άγνωστοι μεταξύ τους άνθρωποι ή στη καλύτερη μακρινοί συγγενείς κι έλεγαν ιστορίες -ότι τους ερχόταν στο μυαλό από μια διάθεση συμπαράστασης στον οικοδεσπότη. Κυρίως για να τον κάνουν να ξεχαστεί και να αισθανθεί καλύτερα......
«Κάποτε ...είχα ένα συνάδελφο, καλό παιδί » ξεκινάει ένας ηλικιωμένος κύριος, «που ερωτεύθηκε σφόδρα μια κοπέλα. Παντρευτήκανε και κάνανε γρήγορα και δυο παιδάκια. Ξαφνικά μαθαίνουμε ότι αυτή τον παράτησε κι έφυγε με μια φίλη της μακριά να ζήσουνε μαζί....»
Χα χα χα η παρέα ευθύμησε και τσιμπολογούσε τους μεζέδες.
Κώστα να ζήσετε να τη θυμόσαστε. Σούλα ε Σούλα ! Φώναξε πάλι ο Κώστας. Ένας άλλος μυστακοφόρος μάγκας έπιασε το νήμα της κουβέντας από κει που το άφησε ο προηγούμενος και συνέχισε :
«Κάποτε είχα μια γνωστή που ήταν αρκετά ελεύθερη στον έρωτα. Αυτή είχε στο σπίτι έναν μεγάλο σκύλο, λυκόσκυλο. Ο άντρας της ήταν ταξιδιάρης κι έλειπε συνήθως για πολύ καιρό. Μια φορά όταν επέστρεψε από ταξίδι, ο σκύλος έδειχνε όχι μόνο να μην τον θυμάται καθόλου αλλά ακόμη περισσότερο να τον εχθρεύεται.
Όταν το ζευγάρι ξάπλωσε στο κρεββάτι για να λύσει τους λογαριασμούς όλου του χαμένου καιρού, ο σκύλος δεν άντεξε κι επιτέθηκε στο νοικοκύρη. Με δυσκολία η γυναίκα τον τράβηξε απ' τα δόντια του.
Χα χα ακολούθησε ένας ορυμαγδός από χάχανα. Η παρέα περνούσε ευχάριστα, το κρασί ήταν καλό κι ο Κώστας πότε αφουγκραζόταν τις ομιλίες, πότε το μυαλό του έφευγε και στενοχωριόταν. Σε μια στιγμή σηκώθηκε, απομακρύνθηκε, πήγε κοντά σε μια λεμονιά κι έκρυψε το κεφάλι του στα χέρια του. Έβλεπε με τη φαντασία του τη Σούλα να χορεύει τσιφτετέλια, ζεϊμπέκικα, χασάπικα. Τι χαρά θεού ήταν αυτή η γυναίκα ! Καλή νοικοκυρά, μάνα και άνθρωπος. Αλλά προπαντός ωραία γυναίκα.
Γέννημα θρέμμα κοκκινιώτισσα, λαϊκός άνθρωπος, μεγάλωσε στις γειτονιές του Πειραιά, ήταν έξω καρδιά. Ο πατέρας της μπουζουξής, τον ακολουθούσε όπου πήγαινε και χόρευε στο πάλκο.
Περάστε όμορφα, διασκεδάστε, χαρείτε λέει ο Κώστας και τσούγκρισε το ποτήρι του με τους συνδαιτημόνες. Έτσι θέλω να είστε όταν θυμόσαστε τη Σούλα μου. Όπως ήταν κι εκείνη : Εξω καρδιά και γλέντι.
Ο κυρ Βαγγέλης, ένας γέρος με άνοια, που είχαν πάρει μαζί τους οι γείτονες και δεν καταλάβαινε και πολύ παρ' όλ' αυτά είχε απλώσει τη χερούκλα του κάτω απ' το τραπέζι και χάϊδευε το γόνατο της Νατάσας της πεταχτής ανηψιάς του Κώστα. Αυτή τραβιόταν πιο πέρα και κοκκίνιζε αλλά δεν έδινε συνέχεια στο γεγονός εξ αιτίας της ημέρας και επειδή λυπόταν το γέρο και δεν ήθελε να τον κάνει ρεζίλι.
Σε μια στιγμή ο Κώστας απομακρύνθηκε απ' την παρέα και πήγε στα κλουβιά με τα πουλιά.
Υπήρχε ένας περιστερώνας, καρδερίνες, φλώροι, παπαγάλοι.
Κάποιος παρατήρησε τις κινήσεις του και φώναξε : «Τι κάνει ο Κώστας εκεί ;» Ο Βασίλης ο γυιός του έτρεξε να προλάβει.
Ο Κώστας σιγά-σιγά μεθοδικά άνοιγε ένα-ένα τα κλουβιά κι απελευθέρωνε τα πουλιά. Όταν κάποιο πουλί ξαφνιασμένο δεν ήθελε να βγει, το άρπαζε στη χούφτα του και το πέταγε στον αέρα. «Έτσι θέλω να λευτερώσω τη ψυχή της...»
Άφησε τα πουλιά ψηλά κι ένιωσε κι εκείνος να πετάει μαζί τους.....