Όλοι οι γείτονες συγκεντρωμένοι κι αγαπημένοι γύρω στα 1963. Τέτοιες φωτογραφίες δεν πρόκειται να επαναληφθούν αργότερα...
Καθ' όλη τη διάρκεια της μέρας περνούσαν γυρολόγοι, πραματευτάδες, μικροεπαγγελματίες, πλασιέ, δοσατζήδες, γύφτοι καρεκλάδες, μανάβηδες, ψαράδες, είδη προικός, περιφερόμενοι θίασοι όπως κλόουν, αρκουδιάρηδες.
- Παλιατζής, οοοοοοο Παλιατζής !
- Ασβεστάς, ασβέστικααααα !
- Μεγεθύνω φωτογραφίες.....
- Αμπία μπία, αμπία μπία
- 'Ελα Μαριώ κάνε τη Βουγιουκλάκη !
- Ο μανάβης, πεπόνια, καρπούζια έχω !
- Ο γανωματής.....
Όλοι αυτοί οι περιφερόμενοι έδιναν ζωή στη γειτονιά, έβγαιναν οι νοικοκυρές και κάθονταν με τις ώρες στο μανάβη, συζητούσαν, κουτσομπόλευαν, χασκογελούσαν. Δεν χρειάζονταν τηλεόραση τότε να κλειστούν μέσα, το θέαμα βρισκόταν έξω στο δρόμο ζωντανό ! Και η συνεύρεση εύκολη. Έπιανες κουβέντα με το τίποτα με οποιοδήποτε ξένο.Τη δεκαετιά του 60 γύρω φτωχικά σπιτάκια, ισόγεια τα περισσότερα με βεραντούλα και κήπο μπροστά. Ο δρόμος χωματόδρομος και αρκετά σπίτια δωματιάκια-δωματιάκια γύρω από μια κεντρική αυλή. Μερικά σπίτια είναι πλινθόκτιστα, αλλού παράγκες και υπάρχουν στην αυλή κότες, κατσίκια, κουνέλια. Θυμάμαι επίσης πηγάδια στις αυλές.
Βλέπω κάτι παλιές φωτογραφίες όπου οι γείτονες είναι όλοι μαζί παρέα και τρώνε. Δεν υπάρχουν ακόμη τότε μιάσματα, περίεργοι, κακοί, ζηλόφθονοι παρά μόνο άνθρωποι που ήρθαν από μακριά, άλλος απ' τον Πόντο, άλλος απ' τη Μικρά Ασία, άλλος απ' τα νησιά, άλλος απ' την επαρχία και έχουν όνειρα να μεγαλώσουν παιδιά, να φτιάξουν σπίτια, έχουν σκοπό την πρόοδο και δυστυχώς τη κατανάλωση όλο και περισσότερων προϊόντων....Ακόμη είναι απλοί, δίνει ο ένας ότι έχει και στον άλλον, αργότερα όμως μετά το 70 θα πέσει σαν κατάρα πάνω τους η ζήλια. Πως αυτός πήρε αμάξι ? Να πάρεις κι εσύ. Πως έφτιαξε αυτός διώροφο ? Να φτιάξεις κι εσύ, Κι ενώ όλοι ήταν μονοιασμένοι, μιλούσαν κι έκαναν παρέα, παραθέριζαν στο ίδιο μέρος, έτρεχαν ο ένας στο σπίτι του άλλου για το παραμικρό, ξαφνικά μ' ένα μπαμ, όλοι κλείστηκαν στο «καβούκι» τους, δεν έλεγαν καλημέρα, κοιτούσαν με κακία, γίνονταν ομηρικοί καβγάδες για μια σπιθαμή γης, γιατί μου πήρες τον τοίχο μου, γιατί μου έκλεψες οικόπεδο, θα φωνάξω την πολεοδομία και άλλα τέτοια. Τότε έβλεπες ανθρώπους στριμωγμένους στα μπαλκόνια να κάθονται και να παρατηρούν τους υπόλοιπους χωρίς να τολμούν όπως πρώτα να κατέβουν στο δρόμο, παρά μόνο όταν επρόκειτο για καβγά ! Τα παιδιά σιγά σιγά μάθαιναν κι αυτά σ' αυτό τον τρόπο ζωής, δηλαδή της απομόνωσης και αργότερα όταν πια μετά το 80 άρχισαν να σκάνε μύτη οι πρώτες πολυκατοικίες, ήταν πια έτοιμα να συνηθίσουν τον καινούργιο «πολιτισμένο» τρόπο ζωής όπου ο ένας πάνω στον άλλον μαζεύονται, άγνωστοι μεταξύ αγνώστων, με έτοιμα πάρκιν γι αυτοκίνητα και μπαλκόνια για παιδότοπους. Το παλιό ενδιαφέρον έγινε σιγά-σιγά φόβος και ο φόβος έγινε παντελής αδιαφορία.
O Γιώργος ο κλέφτης...
Ήταν το μίασμα της γειτονιάς. Δεν ήταν μόνιμος κάτοικος αλλά παροδικός ενοικιαστής κάποιου σπιτιού. Το έγκλημα του ήταν ότι είχε υποπέσει κάποτε στο «αμάρτημα» της κλοπής και μάλιστα είχε συλληφθεί απ' την αστυνομία. Ξέρετε πως ήταν τότε. Μαζεύονται οι αστυνομικοί με ύφος αλαζονικό σαν να έχουν συλλάβει το Ντον Κορλεόνε, κουτσομπόλες απ' έξω, σούσουρο κι ο εγκληματίας με σκυμμένο κεφάλι απαρηγόρητος....
Αφ' ότου είχε ξεμπλέξει με την αστυνομία, δούλευε σαν «κοράκι» στο νεκροταφείο- άλλη ταπεινωτική εργασία κι αυτή- όμως του είχε μείνει το προσωνύμιο και η ρετσινιά. Όλοι ήξεραν ότι είναι κλέφτης. Ο Γιώργος ο κλέφτης !
Δεν μπορώ να στοιχειοθετήσω στο μυαλό μου τα χαρακτηριστικά του προσώπου του.Θυμάμαι ότι αν και μικρός είχε χρυσά δόντια και ήταν κουρεμένος γουλί. Ήταν επίσης πολύ σοβαρός και κάπνιζε, παράξενα ώριμος για την ηλικία του, μίλαγε σαν μεγάλος. Μιλούσε για τη ζωή με ύφος και πόζα σα να την είχε φάει με το κουτάλι...Μια φορά θυμάμαι είχε φάει εφτά λουκούμια στη σειρά ! Τα έπαιρνε ένα ένα από το μπακάλικο της κυρά Παρθένας και τα έτρωγε επιδεικτικά. Εμείς τον κοιτάζαμε με δέος...
Ο Στάθης ο χοντρός ο γιος της καφετζούς....
Χοντρός και πελώριος τον θυμάμαι να φοράει μια φόρμα στενή με κοντά μπατζάκια. Ορφανός από πατέρα ήταν ο γιος της κυρα Στέλλας της καφετζούς. Μεγάλωνε με τη μάνα και τη γιαγιά του σ' ένα σπιτάκι από κείνα τα προσφυγικά με την κοινή αυλή.
Η μητέρα του ιδιαίτερα έξυπνος άνθρωπος σε πούλαγε και σ' αγόραζε μόνο που σ' έκοβε, εξασκούσε το «επάγγελμα» της «καφετζούς» για αρκετά χρόνια, το οποίο κατά πως φαίνεται ήταν ιδιαίτερα προσοδοφόρο, αφού ο κόσμος μιλούσε για ιδιόκτητο ταξί, εξοχικό στον Ασπρόπυργο και άλλα.
¨Ηταν η ψυχολόγος της εποχής. Σε κοίταζε βαθιά στα μάτια και καταλάβαινε αμέσως τι σε απασχολούσε. Οι απαντήσεις της ήταν επιβοηθητικές της κατάστασής σου. Είχε μια (επίπλαστη ?) κλίση προς τη θρησκεία την οποία δεν την έβλεπε ανταγωνιστικά, αλλά αντίθετα σαν κάτι που ευνοούσε την προσκόλληση στη μεταφυσική, που επίσης αύξανε την πελατεία της.
Ήταν η Στέλλα με τ' όνομα, διάσημη στην περιοχή για τη διορατικότητα και την μαντική τέχνη της.
Βλέπαμε κάθε μέρα να παρελαύνουν στο δρόμο κυρίες καλοντυμένες, με κόμμωση και κοσμήματα και να κατευθύνονται προς το φτωχό σπιτάκι.
Ο Στάθης είχε ξεφύγει...
Η μάνα του -από κοντά- έκανε μύρια όσα για να τον κρατάει σε μια στοιχειώδη ισορροπία αλλά δυστυχώς...
Ότι πιο εξωφρενικό το έβλεπες και το άκουγες απ' αυτόν.
Μια από τις πιο χαρακτηριστικές επιδείξεις του ήταν όταν έπινε νερό από χωμάτινες νερολακκούβες !
Μια άλλη περιελάμβανε ένα αργόσυρτο ρέψιμο μακράς διάρκειας που συνοδευόταν από δικές μας αποδοκιμασίες αηδίας....
Φαινόταν καλοκάγαθος στην αρχή αλλά δεν αργούσες να καταλάβεις ότι υπήρχε πρόβλημα....Ήξερε τα πάντα για αυτοκίνητα, για οδηγούς αγώνων και στο ποδόσφαιρο του άρεσε να παίζει τέρμα. Ήταν καλός τερματοφύλακας με τα μπλονζόν και τις αποκρούσεις του ! Γυρνούσε και σε άλλες γειτονιές κι έφερνε έναν αέρα κοσμοπολιτισμού σε μας που αραιά και που τολμούσαμε να ξεμυτίσουμε μακριά απ' την περιοχή του σπιτιού μας.
Ήταν πιο κοντά στην παράλληλη γειτονιά απ' τη δική μας όπου κει μεγάλωναν τα παιδιά ενός κατώτερου θεού ! Παιδιά εργατών και μικροπωλητών μεγάλωναν μέσα στη φτώχεια και την ανέχεια. Παράταγαν το σχολείο από νωρίς και έκαναν διάφορες δουλειές του ποδαριού για να επιβιώσουν - αφού οικογενειακό χαρτζιλίκι δεν φαινόταν στον ορίζοντα- μη εξαιρουμένων και παράνομων.
Τρελαίνονταν για μηχανάκια: σίμσον και ζούνταπ τα οποία κατείχαν απ' έξω και ανακατωτά. Έκαναν σούζες, κωλιές, σπινιαρίσματα, ότι μπορείς να φανταστείς σ' επικίνδυνη οδήγηση !
Προκαλούσαν, κορόϊδευαν, έβριζαν άσχημα, αλλά είχαν πολύ σπουδαίο κώδικα ηθικής και φιλίας.
Στα κορίτσια, αλλά και στις πιο μεγάλες, κόλλαγαν άσχημα, ιδίως το βράδυ τους έλεγαν βωμολοχίες του στυλ ....άρα μου, .....ιόλα μου και πολλάκις τους έβαζαν χέρι εν ψυχρώ....
Αλλά και μέρα μεσημέρι αν έβλεπαν καμιά τσαπερδόνα δεν την άφηναν ν' αγιάσει....Την έπαιρναν από κοντά και τη ψήνανε δήθεν ! Τι έβγαινε απ' το στόμα τους ....Κολλητήρια κανονικά.
Το βράδυ δεν τολμούσε να κυκλοφορήσει γυναίκα από κείνη τη γειτονιά..
Αλλά και η ομοφυλοφιλία δεν πήγαινε πίσω εκείνο τον καιρό. Ειδικά όταν έβλεπαν κάποιο απροστάτευτο που δεν λειτουργούσε τέλεια, έπεφταν πάνω του σαν γύπες....
Θυμάμαι λοιπόν μια σκηνή όπου ένας τύπος από κείνη τη γειτονιά , είχε πάρει από πίσω το Στάθη μέχρι το σπίτι του και του κολλούσε φορτικά ! Έλα ρε πάμε να σε....Μέχρι που τον πήρε είδηση η γιαγιά του Στάθη και τον έδιωξε με απειλές και ουρλιαχτά : Φύγε βρε, φύγε βρε θα φωνάξω την αστυνομία ! Αυτός όμως δεν έλεγε να ξεκολλήσει και μάλιστα για να προσελκύσει το υποψήφιο θύμα του, του πετούσε στα πόδια ένα δίφραγκο ! Εμείς κοιτάγαμε από κοντά σαν χαμένα...
Υπήρχε διάχυτη μια μυθολογία για διάφορα μέρη της περιοχής, όπως του Δράκου το ερείπιο, που μας γοήτευαν να εξερευνούμε και που σκυλοβρομούσαν από ψοφίμια και σκουπίδια. Αυτά λοιπόν θεωρούνταν «ερωτικές φωλιές» το βράδυ και υπήρχε φήμη για όργια που γίνονταν εκεί μέσα. Η παιδική φαντασία λοιπόν δεν ήθελε και πολύ ! Ξεκινούσε από υπολείμματα προφυλακτικών και έπλαθε τερατώδεις ιστορίες διεστραμμένου σεξ...
Η κυρά Στέλλα λοιπόν όπως είπαμε ήταν πολύ έξυπνη γυναίκα αν και αγράμματη, μόλις ο γιος της τέλειωσε με το στανιό το δημοτικό, για να μην κάθεται και αλητεύει, τον έχωσε βοηθό σε κάποιο συνεργείο αυτοκινήτων ! Αργότερα με την ίδια λογική τον πάντρεψε νωρίς-νωρίς μήπως καταφέρει και βοηθήσει κάπως την κατάσταση !
Ο Στάθης ήταν πολύ ενθουσιασμένος με το καινούργιο του επάγγελμα. Όλο για το επιδέξιο αφεντικό του μιλούσε και για τις κατακτήσεις του στο γυναικείο πληθυσμό ! Τότε τα πιο ραλίστικα αμάξια ήταν κάτι NSU. Όλο γύρω απ' αυτά περιστρέφονταν οι κουβέντες του και πείραζε τα κορίτσια με «εξυπνάδες» διανθισμένες με λέξεις από τη δουλειά του: Θα σου αλλάξω το γκρόβερ ! Ω ρε ένα συσπασιόν ! Μου'φυγε η μπιέλα ! Και άλλα τέτοια...
Οι ψαράδες τ' ουρανού
'Ενα πολύ διαδεδομένο χόμπυ που έχουν αυτά τα «κακά» παιδιά είναι η διατήρηση περιστεριών !
Σε κάποιες ταράτσες έχουν φτιάξει κουβούκλια συρματοπλεγμένα, κι εκεί μέσα διατρέφουν περιστέρια. Κάθε απόγευμα τα αμολάνε έξω απ' το κλουβί κι αυτά πετάνε ψηλά- χωρίς ν' απομακρύνονται ιδιαίτερα - και κάνουν κύκλους συγκεντρωμένα σε σμήνη...
Το γοητευτικό της απασχόλησης είναι ότι την ίδια ώρα απελευθερώνονται πολλές ομάδες περιστεριών στον ουρανό και τότε ξεκινάει ένα ανταγωνιστικό παιχνίδι όπου ο κάθε παίκτης : καλείται ν' αναγνωρίσει τα περιστέρια του, με σφυρίγματα και κινήσεις των χεριών να τα καθοδηγήσει, αν είναι δυνατόν να καταφέρει να αποσπάσει από άλλη ομάδα κάποια περιστέρια και να τα κάνει δικά του.
Στο τέλος αυτού του «παιχνιδιού» γίνονται αγοραπωλησίες των «κλεμμένων» περιστεριών. Όπως ο ψαράς αγναντεύει τη θάλασσα και στην ουσία αναζητάει πρόσχημα το νόστιμο ψάρι για να βρίσκεται κοντά στο γαλάζιο στοιχείο έτσι κι ο περιστεράς αναζητάει πρόσχημα -την καταδίωξη των ξένων περιστεριών- για ν' αγναντεύει τον ουρανό για ν' ακολουθάει φανταστικά τα περιστέρια στο πέταγμά τους, για να σφυρίζει και να φωνάζει στο υπερπέραν, να συνομιλεί με το φεγγάρι και τ' αστέρια, να στέλνει μηνύματα στον ήλιο. Πως και με τι τρόπο ο λαϊκός άνθρωπος κάνει ποίηση με την ίδια του τη ζωή !
Ο Μπόρας, ο Γωγάκης, ο Κοκώνης, ο Μητρούσιας, ο Σταύρος, ο Καρβούνης γεννήθηκαν φτωχοί. Οι μάνες τους παραδουλεύτρες, οι πατεράδες τους οικοδόμοι, εργάτες, μανάβηδες. Τίποτε δεν τους χαρίστηκε στη ζωή, από τότε που κατάλαβαν τον εαυτό τους έπρεπε να κάνουν οτιδήποτε για να επιβιώσουν : Θελήματα, ακόμα και μικροκλεψιές, δουλειές του ποδαριού. Τα γράμματα τα κοροϊδεύουν, τα υποτιμούν...Είναι μανιακοί με την ελευθερία, το παιχνίδι, τα κορίτσια, τους καβγάδες, τα μηχανάκια, τις αλητείες. Γι αυτούς η ζωή είναι μια περιπέτεια, γι αυτό την αρπάνε απ' τα μαλλιά και την ξεζουμίζουν. Μερικοί σκοτώνονται με μηχανάκι, άλλοι πέφτουν στην παρανομία, στην καλύτερη περίπτωση βρίσκουν μια δουλειά σ' εργοστάσιο ή σε μια βιοτεχνία.
Αρκετοί απ' αυτούς συμμορφώνονται, κουράζονται απ' τις ασωτίες και τα ντράβαλα κι αποστάζουν στην αγκαλιά κάποιας κοπέλας που βρίσκει το κουμπί τους και τους δείχνει τις ομορφιές της νοικοκυρεμένης ζωής : παιδάκια, ένα πιάτο φαΐ, η οικογένεια γύρω απ' το τραπέζι. Οι περισσότεροι όμως θυμούνται εκείνη τη ζωή την αδέσποτη, την επιπόλαιη. Και παραμένουν εκεί, στο περιθώριο.
Ο Μήτσος το χαμένο κορμί λένε ! Ούτε παιδιά, ούτε γυναίκα, κάνει που και που κάνα μεροκάματο, στα καφενεία κοπροσκυλιάζει και στα καπηλειά. Γυρίζει τα βράδια σε μια τρώγλη μεθυσμένος και λίγο πριν τον πάρει ο ύπνος, νοσταλγεί έναν ήλιο, τη ζωή στο δρόμο, τις χαρές, τα γέλια...
Θυμάμαι ένα σφαιριστήριο κοντά στο γ' νεκροταφείο. Βρώμικο, ύποπτο, κακόφημο. Ο Κατάγιας ήταν ένας σγουρομάλλης με καμπάνες που έπαιζε μπιλιάρδο με στοιχήματα. Τι φάλτσα, τι μπουλέδες, τι σπόντες, γλυψίματα. Ο Μποζατζής παλιός μου συμμαθητής μεγάλη αλήτρα έπαιζε ποδοσφαιράκι. Έπαιζε πάντα μπροστά. Δεν έσφιγγε ποτέ τη τριάδα, αλλά έβαζε γκολ με κοφτό σουτ. Μαγικά πράγματα...
Η μονομαχία με τον Γωγάκη...
Μια φορά ήρθαν δύο απ' αυτούς, ο Κοκώνης κι ο Γωγάκης στη γειτονιά και σαν κάτι να ζητούσαν...
Οι δύο αυτοί ήσαν κολλητοί. Ο πρώτος ψηλός και λίγο γυρτός, ο δεύτερος κοντός και νευρικός.
Ο Γωγάκης είχε τη φήμη ότι έκανε τις καλύτερες σούζες με το μηχανάκι.
Εκείνο το απόγευμα δεν ξέρω πως την είχε δει ήθελε σώνει και καλά να μαλώσει με τον αδελφό μου.
Έλα ρε, έλα ρε μαλώνουμε ?
Έλα ρε, έλα ρε μαλώνουμε ?
Δεν ξέρω τι εικόνα είχαν για μας, μάλλον μας έλεγαν «μαμόθρεφτα», ήξεραν κιόλας ότι ο μπαμπάς ήταν αστυνομικός, ειδικά ο Γιάννης σαν μεγαλύτερος και δυνατότερος, ήταν στόχος...
Ο Γιάννης δοκίμασε ν' αποφύγει τον καβγά, του λέει όχι τώρα, άλλη φορά, σήκω φύγε και τέτοια, εκείνος όμως να επιμένει φορτικά-πιεστικά σχεδόν σαν να ήταν κορίτσι ο αδελφός μου και ήθελε να τον....
Κάποια στιγμή, βλέπει ότι δεν γίνεται αλλιώς, υποχωρεί και τον οδηγεί λίγο πιο πάνω...
Στέκονται στα δυο μέτρα, ο ένας προς τον άλλον με τα χέρια ψηλά στο στήθος σφιγμένα και σε θέση μάχης ....Οι μάρτυρες δίπλα με αγωνία, ο Κοκώνης, ο Νίκος κι εγώ.
Τότε ο αδελφός μου ξεκινάει απότομα κι αιφνιδιαστικά με καταιγισμό κτυπημάτων. Ο Γωγάκης αποφεύγει την πρώτη, αποφεύγει τη δεύτερη, η τρίτη όμως τον πιάνει από πίσω. Προσπαθώντας κι αυτός ν' αμυνθεί με γροθιές δεν καταφέρνει τίποτε.
Κόντεψε να πέσει κάτω το παλληκαράκι. Καλά ψέλλισε ! Ο φίλος του τον έπιασε απ' τον ώμο τα μάζεψαν κι έφυγαν. Έμεινα σύξυλος να κοιτάζω τον αδελφό μου. Ο Νίκος του έδινε συγχαρητήρια'
-Ρε μαλάκα το σκότωσες το παιδί ! Του λέω.
Δεν κάνουν έτσι μονομαχίες...Δίνεις και στον άλλον μια ευκαιρία. Νευρόσπαστο, καραγκιόζη...
Του λέω και ήθελα να συνδράμω τον ηττημένο...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου