Είναι ένα ζεστό καλοκαιρινό μεσημέρι. Κάθεται στη βεράντα του και παρατηρεί ήσυχα πρόσωπα και πράγματα.Τον λένε Νίκο. Το σπίτι του είναι ισόγειο. Μέσα στο πρώτο δωμάτιο είναι ξαπλωμένη η γιαγιά του η Κωνσταντίνα, η μάνα της μάνας του, 75 χρόνων, αρκετά παχιά και με δυσκολία στο βάδισμα.Αυτή έχει γεννηθεί στον Πόντο, μιλάει το ποντιακό ελληνικό ιδίωμα, μαγειρεύει ρώσικα φαγητά,. Έξω στο πεζοδρόμιο υπάρχουν δύο μεγάλοι ευκάλυπτοι. Το θρόϊσμα των φύλλων του κάνει συντροφιά. Δίπλα απ' το σπίτι του βρίσκεται ένα μικρό μπακάλικο, της κυρά- Παρθένας της θείας του- αδελφής της μάνας του. ¨Ολο το σπίτι του βρίσκεται το μεγαλύτερο μέρος της μέρας στη σκιά. Αυτό του φέρνει λίγο μελαγχολία και τον φοβίζει . Μετά ζηλεύει τ' απέναντι σπίτι που το βλέπει ο ήλιος. Φως-σκιά, άσπρο- μαύρο...
Απέναντι και λίγο αριστερά βρίσκεται ένα διώροφο σπίτι. Είναι του κυρ Μιχάλη του αστυνομικού και της κυρα Ευτέρπης .Ο κυρ Μιχάλης και η κυρα Ευτέρπη έχουν δύο αγόρια, το μεγαλύτερο ο Γιάννης και το μικρότερο ο Τάκης. Ο Γιάννης είναι ο αρχηγός της γειτονιάς. Κατ' αρχάς είναι ο μεγαλύτερος, αλλά πέρα απ' αυτό δεν υπάρχει κάτι που ο Γιάννης δεν το κάνει στα παιχνίδια : Πηδάει απ' την ψηλότερη μάντρα, σκαρφαλώνει, τρέχει γρήγορα, παίζει καλή μπάλα, μιλάει και γράφει σωστά, πιο πολύ όμως τα επιδεικνύει όλ' αυτά με έπαρση και μπόλικο εγωϊσμό. Δικαιωματικά έχει πάρει το αξίωμα του αρχηγού. Ο Τάκης βρίσκεται στη σκιά του αρχηγού, όμως δείχνει να «κλέβει» λίγο και να εκμεταλλεύεται τη δόξα του !
Για παράδειγμα αν κάποιος τον πειράξει ή τον προσβάλλει, πείθει εύκολα τον αρχηγό να επιβληθούν απ' τα μέλη της παρέας κάποια μέτρα περιοριστικά εναντίον του ενόχου. Τέτοια μέτρα είναι να τον αποκλείουν απ' τα παιχνίδια. Πολύ σκληρά μέτρα πράγματι.
Είμαστε συμμορία-παρέα ? Όχι μια γειτονιά είμαστε και έχουμε αποκλείσει τις υπόλοιπες γειτονιές...Με τις οποίες ενίοτε κάνουμε πόλεμο. Πόλεμο ? Πετροπόλεμο. Δεν είναι λίγες οι φορές που έχουμε τραυματίες απ' αυτόν. Εμείς βρισκόμαστε στην οδό Σερρών. Ο κάθετος δρόμος προς τα κάτω λέγεται οδός Κίμωνος. Εκεί μένουν οι : Κυριάκος, Σωτήρης, Ηλίας. Έχουν βρει κάποιο τρόπο, ίσως έχουν νταραβέρι με κάποιο μαραγκούδικο και φτιάχνουν μακριά ακόντια....Από μακριά φαίνονται σαν εχθρική φυλή. Τους βλέπουμε στη γωνία που φωνάζουν και μας προκαλούν. Είναι μέχρι να πετάξει κάποιος την πρώτη πέτρα, μετά γίνεται χαμός. Αλλά τελειώνει γρήγορα το επεισόδιο με την παρέμβαση κάποιας μαμάς αφού γίνει τραυματισμός ή και προτού γίνει...Το «ενοικιαστήριο» , κοινώς το τσιρότο με το μπαμπάκι, είναι το παράσημο του πολέμου ή αλλιώς η απόδειξη του έμπειρου πολεμιστή....
Ο υπαρχηγός της γειτονιάς και πιο άξιος μετά το Γιάννη είναι ο Βασίλης. Συναγωνίζεται τον Γιάννη στα παιχνίδια, είναι «μάστορας» πιάνουν τα χέρια του. Έχει κάτι πιο λαϊκό απ' τον Γιάννη. Έχει μεγάλες φαρδιές πλάτες, δυνατά χέρια και πόδια. Ριψοκίνδυνος κι έχει ροπή προς τα ατυχήματα... Λύνει και δένει το ποδήλατό του σε μερικά λεπτά. Άργησε να μιλήσει μικρός και του έχει μείνει μια δυσκολία στην έκφραση που συχνά την μετατρέπει σε «σιωπηλή αυστηρότητα». Αυτό σε συνδυασμό με το γεγονός ότι δεν τα πάει καλά στο σχολείο του δημιουργεί ένα υπόλειμμα σε σχέση με τον αρχηγό που τον θεωρεί «ανώτερης κλάσης». Όμως, έχει προσόντα πιο ουσιαστικά απ' τον αρχηγό. , Βοηθάει το συνάνθρωπο, έχει πείσμα, κουράγιο δύναμη.
Μετά έρχεται ο Κώστας. Αυτό που τον χαρακτηρίζει είναι κάτι το απότομο, το νευρώδες.. Είναι πολύ πρακτικός και πιάνουν πολύ τα χέρια του. Όμως έχει μια ακραία εμπάθεια για πρόσωπα και πράγματα κι αν τον ενοχλήσεις, «στο κρατάει».
Συμπαθεί πολύ το Γιάννη με τον οποίο αρέσκεται να συζητάει. Θυμάμαι ας πούμε μαι συζήτηση που έχουν μεταξύ τους. Είναι περίπου '74 την περίοδο την προεκλογική πριν το δημοψήφισμα για το Βασιλιά ή την περίοδο πριν τις πρώτες μετά τη χούντα εκλογές (Καραμανλής ή χάος), και ο Κώστας μας μεταφέρει μια συζήτηση με τον πατέρα του, σχετικά με την «ισχύ» της κάθε ψήφου. Μας θέτει τον προβληματισμό αν είναι σωστό κάποια σπουδαία προσωπικότητα να έχει ίδιας αξίας ψήφο με μια απλή γυναίκα. Και μας φαίνεται πράγματι σωστή αυτή η άποψη.
Την ώρα που συζητάμε, ο Κώστας τρώει ένα κρύο ζελεδάκι με φρούτα κεράσια και βερύκοκα. Εκεί που κάθεται ήρεμος , ξαφνικά τινάζεται και εκτοξεύει τη σαγιονάρα του εναντίον μιας διερχόμενης γάτας. Μυρίζει καλοκαίρι. Οι γειτόνισσες καταβρέχουν το χωματόδρομο με το λάστιχο, ποτίζουν τα λουλούδια και δημιουργείται μια ωραία αίσθηση δροσιάς. Μυρίζει το χώμα...
«Αχ δροσούλα», αναφωνεί η κυρά Μαρία. Πιο πάνω στη συνοικιακή ταβέρνα έχουν ξεκινήσει να βγάζουν τα τραπέζια έξω.Το τζουκ μποξ επαναλαμβάνει μονότονα επιτυχίες της εποχής : «Και τώρα τρελοκόριτσο γελάς, μα κατά βάθος κλαις και μ' αγαπάς» Στη διπλανή ταβέρνα έχουν βγάλει έξω τα βαρέλια του κρασιού να τα καθαρίσουν. Μυρίζουν μια βαθιά μυρωδιά ξύλου και ξυνίλα...
Ο Κώστας τα καλοκαίρια συνηθίζει να δουλεύει στου Καζέπα. Ο Καζέπας έχει μια μικρή βιοτεχνία παρακάτω η οποία παράγει μικρά κρεμαστάρια για κουρτινόξυλα.Είχα πάει κι εγώ μια φορά, έδινε 60 δραχμές τη μέρα στον καθένα. Είναι η πρώτη μου εμπειρία από την «παραγωγή». Εμένα με έβαλε στο πιο εύκολο πόστο. Κολαούζο λέγεται- ένας μοχλός που κατεβαίνει προς τα κάτω και ανοίγει σιγά-σιγά στροφές σ' ένα κρεμαστάρι. Μ' αυτό το τρόπο μπορεί πάνω κει να βιδώνει μια βίδα.
Μου αρέσει αυτή η δουλειά, αν και στο τέλος της μέρας βαριέμαι. Μια άλλη δουλειά είναι να βάφουμε κάτι εξαρτήματα. Στη μύτη μου έχει μείνει η έντονη μυρωδιά της βαφής και η ανυπόφορη ζέστη που εκπέμπει ο φούρνος.
Ο Κώστας είναι πολύ ικανός σ' αυτή τη δουλειά και νοιώθει σαν το ψάρι μέσα στο νερό, έτσι πηγαίνει εύκολα από πόστο σε πόστο με μοναδική ευκολία.Εκεί λοιπόν περνάει την ώρα της ? (δουλεύει ?) και μια κοπέλα που είναι λιγάκι αργή. Μου κάνει εντύπωση με τι θράσος της φέρεται ο Κώστας καθώς ήδη έχει ξυπνήσει μέσα του το ερωτικό ένστικτο.Την πάει παράμερα, της σηκώνει τη φούστα απρεπώς και φαίνεται η κιλότα της. Αυτή γελάει χαζά μη αισθανόμενη το άσεμνο της χειρονομίας του και τέλος μ' ένα τελευταίο υπόλειμμα ντροπής την τραβάει γρήγορα προς τα κάτω, κλείνοντας έτσι ένα νούμερο που πρέπει να έχει επαναληφθεί εκατοντάδες φορές και με πολλούς συμπρωταγωνιστές.
Απέναντι και λίγο αριστερά βρίσκεται ένα διώροφο σπίτι. Είναι του κυρ Μιχάλη του αστυνομικού και της κυρα Ευτέρπης .Ο κυρ Μιχάλης και η κυρα Ευτέρπη έχουν δύο αγόρια, το μεγαλύτερο ο Γιάννης και το μικρότερο ο Τάκης. Ο Γιάννης είναι ο αρχηγός της γειτονιάς. Κατ' αρχάς είναι ο μεγαλύτερος, αλλά πέρα απ' αυτό δεν υπάρχει κάτι που ο Γιάννης δεν το κάνει στα παιχνίδια : Πηδάει απ' την ψηλότερη μάντρα, σκαρφαλώνει, τρέχει γρήγορα, παίζει καλή μπάλα, μιλάει και γράφει σωστά, πιο πολύ όμως τα επιδεικνύει όλ' αυτά με έπαρση και μπόλικο εγωϊσμό. Δικαιωματικά έχει πάρει το αξίωμα του αρχηγού. Ο Τάκης βρίσκεται στη σκιά του αρχηγού, όμως δείχνει να «κλέβει» λίγο και να εκμεταλλεύεται τη δόξα του !
Για παράδειγμα αν κάποιος τον πειράξει ή τον προσβάλλει, πείθει εύκολα τον αρχηγό να επιβληθούν απ' τα μέλη της παρέας κάποια μέτρα περιοριστικά εναντίον του ενόχου. Τέτοια μέτρα είναι να τον αποκλείουν απ' τα παιχνίδια. Πολύ σκληρά μέτρα πράγματι.
Είμαστε συμμορία-παρέα ? Όχι μια γειτονιά είμαστε και έχουμε αποκλείσει τις υπόλοιπες γειτονιές...Με τις οποίες ενίοτε κάνουμε πόλεμο. Πόλεμο ? Πετροπόλεμο. Δεν είναι λίγες οι φορές που έχουμε τραυματίες απ' αυτόν. Εμείς βρισκόμαστε στην οδό Σερρών. Ο κάθετος δρόμος προς τα κάτω λέγεται οδός Κίμωνος. Εκεί μένουν οι : Κυριάκος, Σωτήρης, Ηλίας. Έχουν βρει κάποιο τρόπο, ίσως έχουν νταραβέρι με κάποιο μαραγκούδικο και φτιάχνουν μακριά ακόντια....Από μακριά φαίνονται σαν εχθρική φυλή. Τους βλέπουμε στη γωνία που φωνάζουν και μας προκαλούν. Είναι μέχρι να πετάξει κάποιος την πρώτη πέτρα, μετά γίνεται χαμός. Αλλά τελειώνει γρήγορα το επεισόδιο με την παρέμβαση κάποιας μαμάς αφού γίνει τραυματισμός ή και προτού γίνει...Το «ενοικιαστήριο» , κοινώς το τσιρότο με το μπαμπάκι, είναι το παράσημο του πολέμου ή αλλιώς η απόδειξη του έμπειρου πολεμιστή....
Ο υπαρχηγός της γειτονιάς και πιο άξιος μετά το Γιάννη είναι ο Βασίλης. Συναγωνίζεται τον Γιάννη στα παιχνίδια, είναι «μάστορας» πιάνουν τα χέρια του. Έχει κάτι πιο λαϊκό απ' τον Γιάννη. Έχει μεγάλες φαρδιές πλάτες, δυνατά χέρια και πόδια. Ριψοκίνδυνος κι έχει ροπή προς τα ατυχήματα... Λύνει και δένει το ποδήλατό του σε μερικά λεπτά. Άργησε να μιλήσει μικρός και του έχει μείνει μια δυσκολία στην έκφραση που συχνά την μετατρέπει σε «σιωπηλή αυστηρότητα». Αυτό σε συνδυασμό με το γεγονός ότι δεν τα πάει καλά στο σχολείο του δημιουργεί ένα υπόλειμμα σε σχέση με τον αρχηγό που τον θεωρεί «ανώτερης κλάσης». Όμως, έχει προσόντα πιο ουσιαστικά απ' τον αρχηγό. , Βοηθάει το συνάνθρωπο, έχει πείσμα, κουράγιο δύναμη.
Μετά έρχεται ο Κώστας. Αυτό που τον χαρακτηρίζει είναι κάτι το απότομο, το νευρώδες.. Είναι πολύ πρακτικός και πιάνουν πολύ τα χέρια του. Όμως έχει μια ακραία εμπάθεια για πρόσωπα και πράγματα κι αν τον ενοχλήσεις, «στο κρατάει».
Συμπαθεί πολύ το Γιάννη με τον οποίο αρέσκεται να συζητάει. Θυμάμαι ας πούμε μαι συζήτηση που έχουν μεταξύ τους. Είναι περίπου '74 την περίοδο την προεκλογική πριν το δημοψήφισμα για το Βασιλιά ή την περίοδο πριν τις πρώτες μετά τη χούντα εκλογές (Καραμανλής ή χάος), και ο Κώστας μας μεταφέρει μια συζήτηση με τον πατέρα του, σχετικά με την «ισχύ» της κάθε ψήφου. Μας θέτει τον προβληματισμό αν είναι σωστό κάποια σπουδαία προσωπικότητα να έχει ίδιας αξίας ψήφο με μια απλή γυναίκα. Και μας φαίνεται πράγματι σωστή αυτή η άποψη.
Την ώρα που συζητάμε, ο Κώστας τρώει ένα κρύο ζελεδάκι με φρούτα κεράσια και βερύκοκα. Εκεί που κάθεται ήρεμος , ξαφνικά τινάζεται και εκτοξεύει τη σαγιονάρα του εναντίον μιας διερχόμενης γάτας. Μυρίζει καλοκαίρι. Οι γειτόνισσες καταβρέχουν το χωματόδρομο με το λάστιχο, ποτίζουν τα λουλούδια και δημιουργείται μια ωραία αίσθηση δροσιάς. Μυρίζει το χώμα...
«Αχ δροσούλα», αναφωνεί η κυρά Μαρία. Πιο πάνω στη συνοικιακή ταβέρνα έχουν ξεκινήσει να βγάζουν τα τραπέζια έξω.Το τζουκ μποξ επαναλαμβάνει μονότονα επιτυχίες της εποχής : «Και τώρα τρελοκόριτσο γελάς, μα κατά βάθος κλαις και μ' αγαπάς» Στη διπλανή ταβέρνα έχουν βγάλει έξω τα βαρέλια του κρασιού να τα καθαρίσουν. Μυρίζουν μια βαθιά μυρωδιά ξύλου και ξυνίλα...
Ο Κώστας τα καλοκαίρια συνηθίζει να δουλεύει στου Καζέπα. Ο Καζέπας έχει μια μικρή βιοτεχνία παρακάτω η οποία παράγει μικρά κρεμαστάρια για κουρτινόξυλα.Είχα πάει κι εγώ μια φορά, έδινε 60 δραχμές τη μέρα στον καθένα. Είναι η πρώτη μου εμπειρία από την «παραγωγή». Εμένα με έβαλε στο πιο εύκολο πόστο. Κολαούζο λέγεται- ένας μοχλός που κατεβαίνει προς τα κάτω και ανοίγει σιγά-σιγά στροφές σ' ένα κρεμαστάρι. Μ' αυτό το τρόπο μπορεί πάνω κει να βιδώνει μια βίδα.
Μου αρέσει αυτή η δουλειά, αν και στο τέλος της μέρας βαριέμαι. Μια άλλη δουλειά είναι να βάφουμε κάτι εξαρτήματα. Στη μύτη μου έχει μείνει η έντονη μυρωδιά της βαφής και η ανυπόφορη ζέστη που εκπέμπει ο φούρνος.
Ο Κώστας είναι πολύ ικανός σ' αυτή τη δουλειά και νοιώθει σαν το ψάρι μέσα στο νερό, έτσι πηγαίνει εύκολα από πόστο σε πόστο με μοναδική ευκολία.Εκεί λοιπόν περνάει την ώρα της ? (δουλεύει ?) και μια κοπέλα που είναι λιγάκι αργή. Μου κάνει εντύπωση με τι θράσος της φέρεται ο Κώστας καθώς ήδη έχει ξυπνήσει μέσα του το ερωτικό ένστικτο.Την πάει παράμερα, της σηκώνει τη φούστα απρεπώς και φαίνεται η κιλότα της. Αυτή γελάει χαζά μη αισθανόμενη το άσεμνο της χειρονομίας του και τέλος μ' ένα τελευταίο υπόλειμμα ντροπής την τραβάει γρήγορα προς τα κάτω, κλείνοντας έτσι ένα νούμερο που πρέπει να έχει επαναληφθεί εκατοντάδες φορές και με πολλούς συμπρωταγωνιστές.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου