Πέμπτη 14 Ιουλίου 2016

Τα παιδικά χρόνια είναι η αέναη προσπάθεια του ανθρώπου να αφυπνίσει έναν καινούργιο κόσμο...



Γυαλένια και χαρτάκια...
Ο Θάνος ήταν ένα μελαχρινό παχουλό παιδί που φώναζε και έβριζε δυνατά. Τον περισσότερο καιρό καθόταν στη βεραντούλα του και παρατηρούσε τους περαστικούς ή πήγαινε να κάνει διάφορα θελήματα για ηλικιωμένες κυρίες της γειτονιάς, να ψωνίσει δηλαδή στο φούρνο, στον μανάβη ή στο χασάπη.
      Επίσης γύριζε με το ποδήλατο, έπαιζε σε άλλες γειτονιές, ήταν αλήτρα και το σπίτι του δεν τον χωρούσε... Όσο η μάνα του ήταν σπίτι και όντας μικρός ακόμη κάπως ήταν συγκρατημένος. Όταν η μάνα του, λόγω ανάγκης, έπιασε δουλειά στο εργοστάσιο του Πίτσου, η γιαγιά του ήταν αρκετά ανήμπορη και δυσκίνητη για να τον κρατήσει μέσα.
Όταν ήταν πολύ μικρούλης γύρω στα τρία, τέσσερα, η μάνα του γέμιζε ένα κατσαρολάκι με βουτήματα ψωμί και τον τάϊζε μ' ένα μεγάλο κουτάλι. Αυτός διαμαρτυρόταν κι έκλαιγε μάταια, φώναζε δυνατά ενώ η μάνα του προσπαθούσε να τον ξεγελάσει προκειμένου να φάει το πρωϊνό του με διάφορα καμώματα, γέλια, τραγούδια, υποσχέσεις : «Έλα φάε άλλη μια μπουκίτσα, έλα και θα σε πάω το βράδυ σινεμά, χα χα χα, πω πω πω ο Θανούλης, τι μεγάλο στόμα που έχει ! Έλα άλλη μια μπουκίτσα και τελειώσαμε.» Εμείς βλέπαμε το φαγητό και σιχαινόμαστε ! Μπλιάχ...
Όλη  μέρα ήταν στο δρόμο...
Ο μπαμπάς του ήταν ναυτικός, μάγειρας στο επάγγελμα, αλλά δυστυχώς τον ταλαιπωρούσαν  κάποιοι δαίμονες απ' τους οποίους προσπαθούσε ν' απαλλαγεί με τη βοήθεια του ποτού. Αυτή η διαδικασία όμως μάλλον τον είχε κάνει τι άλλο, αλκοολικό !
Δεν τον θυμάμαι καθόλου σαν άνθρωπο της γειτονιάς ούτε καν μπορώ να ανακαλέσω λίγο το πρόσωπό του. Θυμάμαι μόνο μια σκιά περίεργη, απόκοσμη που τριγυρνούσε στο σπίτι και μια αδιόρατη φήμη που τον περιέλουζε : « Ο κυρ Μάκης πάλι έδειρε τη γυναίκα και τα παιδιά του, δεν πρέπει να είναι καλά ο άνθρωπος !» Κάποια στιγμή μάθαμε ήπιε ένα μπουκάλι φωτιστικό οινόπνευμα και τον βρήκαν τεζαρισμένο. Ο Θάνος είχε επηρεαστεί απ' αυτό το τραγικό γεγονός, αφού από τόσο νωρίς είχε μείνει αβοήθητος από την αντρική παρουσία κι αντιμετώπισε κατάματα τη μαύρη πλευρά της ζωής. Παράλληλα, η μάνα του κι αυτή έλειπε συνεχώς, αφού έπρεπε να πιάσει δουλειά για να θρέψει τα δυο παιδιά της. Το άλλο παιδί ήταν κορίτσι, η Γιώτα πιο μεγάλη απ' το Θάνο και πιο δυνατή απ' ότι φαινόταν.....
Μοναδική υπεύθυνη για τον Θάνο έμεινε η γιαγιά του, γριά κι ανήμπορη και λίγο η αδελφή του.
Γι αυτό λύσσαγε να γυρίζει στους δρόμους. Το σπίτι του, του θύμιζε άσχημα πράγματα, ήταν ένα ευαίσθητο πλάσμα, έκλαιγε ξαφνικά χωρίς προφανή λόγο, αισθανόταν μοναξιά και κυρίως του έλειπε ένας στιβαρός άνθρωπος να του πει δύο σταράτες κουβέντες απ' όπου να πιαστεί...
Ήταν ένα φιλότιμο παιδί, του άρεσε να χαρίζει πράγματα, καλός φίλος, ανοικτή καρδιά. Ήταν πολύ επιδέξιος και σβέλτος στα παρακάτω παιχνίδια : Γυαλένια, χαρτάκια, πεντόβολα, τσιγκάκια.
Έπαιζε όλη τη μέρα στους δρόμους «κουρνίτς». Αν θυμάμαι καλά, έφτιαχναν ένα τρίγωνο και μέσα έβαζαν γυαλένια. Αντικειμενικός στόχος του παιχνιδιού ήταν να μπορέσει κάποιος να βγάλει με την μπίλια του όσο περισσότερα γυαλένια μπορούσε απ' το τρίγωνο σημαδεύοντας και χτυπώντας.
Άλλο παιχνίδι ήταν το μπαζ με γυαλένια. Το έχω περιγράψει με κομμάτια μαρμάρου.
Επίσης ήταν πολύ καλός στα χαρτάκια. Χαρτάκια ονομάζαμε κάποιες κάρτες-φωτογραφίες που βρίσκονταν συνήθως μέσα στο περιτύλιγμα της γκοφρέτας. Οι κάρτες αυτές είχαν πάνω αριθμούς και απεικόνιζαν συνήθως ποδοσφαιριστές της εποχής : Τόσκας, Δεληκάρης, Δομάζος, Υβ, Παπαϊωάννου, Αρβανίτης, Οικονομόπουλος. Υπείχαν θέση χαρτονομίσματος για την πιτσιρικαρία. Όσο πιο πολλά είχε κάποιος και πιο σπάνια, τόσο πιο σπουδαίος αισθανόταν και θεωρείτο.
Μπορεί όμως να απεικόνιζαν και άλλα πράγματα, όπως στρατιώτες  διαφόρων εποχών, σημαίες....
Τα παιδιά αντάλλασσαν με μανία χαρτάκια και έπαιζαν ανταγωνιστικά παιχνίδια θα' λεγα τζόγου για να μαζέψουν περισσότερα. Ένα τέτοιο παιχνίδι ήταν ο  «τοίχος» ή «τοιχάκι» ή κάπως έτσι : Τις πιο πολλές φορές το παιχνίδι παιζόταν ανάμεσα σε δύο παιδιά. Από μια συγκεκριμένη απόσταση σημαδεύαμε τον απέναντι τοίχο και εκτοξεύαμε μ'ένα δάκτυλο ένα χαρτάκι με αντικειμενικό στόχο να πλησιάσουμε όσο πιο κοντά μπορούσαμε τον τοίχο. Εκείνος που το χαρτάκι του πλησίαζε πιο κοντά στον τοίχο, είχε το δικαίωμα να πάρει το αντίπαλο χαρτάκι και μαζί με το δικό του να τα «στρίψει» δηλαδή να τα πετάξει ψηλά στον αέρα περιστροφικά, δηλαδή σαν «κορώνα-γράμματα»
           Αν έπεφταν και τα δύο στο έδαφος και έδειχναν τη φωτογραφία, τότε κέρδιζε και τα δύο.
           Αν το ένα μόνο έδειχνε τη φωτογραφία τότε κέρδιζε μόνο αυτό.
          Αν τέλος και τα δύο έδειχναν πλάτη (σπάνιο αυτό) τότε τα έχανε και τα δύο.
Ήταν δηλαδή παιχνίδι τύχης αλλά και ικανότητας-επιδεξιότητας.
Άλλο σχετικό παιχνίδι ήταν τα αριθμάκια. Έμοιαζε με χαρτοπαικτικό παιχνίδι και γι αυτό έδινε μεγάλες ευκαιρίες σε χαρτοκλέφτες. Έπαιζαν δύο αντίπαλοι, μια ο ένας, μια ο άλλος και πόνταραν σ'έναν πάγκο ενώ ο καθένας κρατούσε έναν μεγάλο σωρό. Όταν ο ένας απ' τους δύο τύχαινε το χαρτάκι του να τελειώνει στο ίδιο ψηφίο που έληγε το προηγούμενο χαρτάκι , αυτός κέρδιζε όσα χαρτάκια είχαν τοποθετηθεί στον πάγκο. Ήταν πολύ επικερδές παιχνίδι για κάποιους «ξύπνιους» που είχαν τακτοποιήσει τα χαρτάκια τους από πριν.
Ο Θάνος λοιπόν ήταν εξπέρ σ' αυτά τα παιχνίδια, αφού όλη μέρα αλήτευε και έκανε εξάσκηση σ'αυτά. Αλλά το είχε κι όλας. Ήταν γρήγορος, επιδέξιος, εύστροφος και άρπαγε γρήγορα. Αλλά ήταν και κάτι άλλο : Καλή ψυχή, άτομο ευαίσθητο.
Μια φορά θυμάμαι, έπαιζε με τον αδελφό μου πολλές ώρες «τοιχάκι» και είχε ξετινάξει την μπάνγκα. Του είχε κερδίσει σχεδόν όλα του τα χαρτάκια. Εγώ από πάνω, παρακολουθούσα την εξέλιξη του παιχνιδιού. Κάποια στιγμή, είχε πάει εννιά η ώρα, η μάνα μου άρχισε να μας φωνάζει απ' το μπαλκόνι και έπρεπε το παιχνίδι να λήξει. Ο αδελφός μου δεν είχε την παραμικρή πιθανότητα να ρεφάρει και ήταν απελπισμένος, οπότε ήρθε η μαύρη εκείνη ώρα του νυχτερινού αποχαιρετισμού κι εκεί που πήγε να ψελλίσει καληνύχτα, βλέπει ξαφνικά τον Θάνο να του επιστρέφει τα χαρτάκια....